Δεν έγινε τραγουδιστής. Έγινε καθρέφτης μιας Ελλάδας που δεν ήξερε πώς να μιλήσει
Δεν έγινε σταρ, δεν έγινε ήρωας. Έγινε αυτό που χρειαζόταν η Ελλάδα: ο καθρέφτης της
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν ήρθε για να γεμίσει στάδια. Ήρθε για να γεμίσει λέξεις εκεί που δεν υπήρχαν. Ήρθε για να κάνει τους ήχους της νιότης του Θεσσαλονικιού φοιτητή, τις σιωπές του παιδιού από την Κωνσταντινούπολη, και τα ουρλιαχτά της Ιστορίας, τραγούδια που δεν λέγονται, αλλά μένουν. Όχι μόνο στη μνήμη. Στο πετσί.
Το 1964 εγκατέλειψε τη Νομική κι έφτασε στην Αθήνα μόνος, άγνωστος, με μια κιθάρα. Μέσα του, όμως, είχε ήδη συνθέσει έναν δίσκο που δεν είχε ακόμα ηχογραφηθεί. Είχε ήδη φυλάξει για τη «Συννεφούλα» του ένα μέλλον. Είχε κι ένα φορτηγό. Όχι για να κουβαλά πράγματα – αλλά για να σύρει μαζί του ένα ολόκληρο έθνος που αναρωτιόταν τι του συμβαίνει. Εκείνος το μελοποίησε.
Πολιτικός χωρίς κόμμα, επαναστάτης χωρίς σημαία, ποιητής χωρίς μπλοκάκι. Ο Σαββόπουλος δεν έγραφε απλώς για τη γενιά του. Την ξεμπρόστιαζε, την καθρεφτιζόταν, την αγκάλιαζε. Την τιμωρούσε όταν χρειαζόταν. Την προστάτευε σαν παιδί του. Όταν τον φυλάκισαν, τον Αύγουστο του ’67, το σώμα του ήταν μέσα, αλλά οι στίχοι του κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, πιο επικίνδυνοι από φυλλάδια, πιο τρυφεροί από έρωτα.
Τραγούδησε για την Άννα που είδε κάποτε, για την παράγκα που έγινε σύμβολο, για τον Καραϊσκάκη που ζούσε μέσα του. Τραγούδησε ακόμα και όταν όλοι είχαν σωπάσει. Κι όταν όλοι είχαν μιλήσει, αυτός έπαιρνε το λόγο ξανά. Δεν ξανάπαιζε ποτέ το ίδιο τραγούδι με τον ίδιο τρόπο. Γιατί δεν είχε γράψει τραγούδια – είχε γράψει τρόπους να υπάρχουμε.
Δεν έγινε ποτέ λαϊκός τροβαδούρος. Δεν έγινε ποτέ κοσμικός τραγουδιστής. Δεν έγινε ποτέ τηλεοπτικός ήρωας. Έγινε κάτι άλλο: ένα σημείο αναφοράς. Μια φωνή που φτάνει μέχρι σήμερα, αλώβητη, ακατάτακτη, αξεπέραστη. Όταν είπε «Ας κρατήσουν οι χοροί», δεν καλούσε σε γιορτή. Καλούσε σε μια πατρίδα. Σε μια ταυτότητα.
Κι αν τον ρωτήσεις γιατί το έκανε, δεν θα σου πει. Θα γελάσει. Θα σε κοιτάξει στα μάτια. Και θα σου δώσει να ακούσεις κάτι. Μια λέξη. Ένα μισό στίχο. Έναν ήχο. Γιατί αυτός ήταν πάντα ο τρόπος του: Να μιλά εκεί που δεν υπάρχουν λέξεις.