Δεν τον έπαιξαν τα πρωινά, δεν πόζαρε στα περιοδικά. Τον τραγουδούν 3 γενιές εδώ και 50 χρόνια
Δεν τον έπαιξαν τα πρωινά, δεν τον έκαναν ήρωα τα media. Κι όμως, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγουδά 50 χρόνια και τρεις γενιές τον ακολουθούν παντού.
Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Αρκαδίας που το γνωρίζουν κυρίως όσοι πηγαίνουν εκεί για να δουν το εκκλησάκι μέσα στον βράχο. Ο ίδιος έγινε εκκλησάκι και βράχος μαζί για πολλούς ανθρώπους. Από παιδί είχε ένα παράπονο: η κιθάρα του δεν ακουγόταν δυνατά. Τελικά, έφτασε να γεμίζει στάδια με αυτήν.
Δεν τον είδες ποτέ να χαμογελάει σε εκπομπές με φόντο το ψυγείο. Δεν τον άκουσες να λέει για τη σαλάτα που τρώει, τα μυστικά του γάμου του ή το χρώμα του σαλονιού. Δεν έγινε ποτέ το πρόσωπο της ημέρας. Έγινε όμως η φωνή που σε κράτησε όρθιο τη μέρα που δεν μίλησες σε κανέναν.
Στην αρχή τραγουδούσε στα κλαμπ του Μονάχου, όπου οι Έλληνες φοιτητές έκαναν τις πρώτες ζυμώσεις ελευθερίας. Μετά τον βρήκε ο Θεοδωράκης. Ύστερα ο Λοΐζος, ο Μικρούτσικος, ο Άσιμος, ο Καββαδίας, ο Λειβαδίτης. Όλοι του έδωσαν λόγια. Εκείνος τους έδωσε φωνή. Και μαζί μια γενιά πήρε σώμα.
Δεν έκανε ποτέ δημόσιες σχέσεις. Δεν ανέβηκε σε σκάφη. Δεν του πρότειναν να πάει στην τηλεόραση για να “θυμηθεί τα παλιά”. Ποια παλιά; Ο Βασίλης δεν χρειάστηκε ποτέ επιστροφή, γιατί δεν έφυγε. Κι αν δεν τον βλέπεις κάθε μέρα, είναι επειδή είναι ακόμα στη σκηνή. Όχι στο πλατό.
Σε μια εποχή που οι τραγουδιστές ανεβάζουν stories για να επιβιώσουν, εκείνος έκανε συναυλίες για 300.000 ανθρώπους μέσα σε ένα μόνο καλοκαίρι. Στο Καλλιμάρμαρο τον είδαν 60.000. Κι αυτός, όπως πάντα, φόρεσε ένα μαύρο μπλουζάκι και τραγούδησε σαν να ήταν σε ένα μικρό υπόγειο.
Κάποιοι νόμισαν πως κάνει πολιτική. Κάποιοι πως κάνει τέχνη. Στην πραγματικότητα έκανε ένα μόνο πράγμα: στάθηκε δίπλα στους ανθρώπους. Όταν κάτι μας πλήγωνε και δεν μπορούσαμε να το πούμε, εκείνος το είχε ήδη τραγουδήσει. Όταν ερωτευόμασταν, ο Βασίλης είχε ήδη γράψει την κασέτα.
Τα ραδιόφωνα τον έπαιζαν λιγότερο απ’ όσο άξιζε. Τα media τον κάλυπταν λιγότερο απ’ όσο χρειάστηκε. Το κοινό του, όμως, δεν τον άφησε ποτέ. Τον πήγε παντού. Στην άσφαλτο και στο βουνό. Στο δωμάτιο του φοιτητή, στο φορτηγό του νυχτερινού, στο μυαλό του ανθρώπου που ζει με αλήθεια.
Έχουν περάσει πενήντα χρόνια από την πρώτη φορά που τραγούδησε επαγγελματικά. Κι όμως, κάθε του συναυλία δεν είναι επετειακή. Είναι αναγκαία. Δεν λέει «θυμάστε;». Λέει «είμαστε ακόμα εδώ». Δεν κάνει ανασκόπηση. Κάνει παρουσία. Σαν κάτι που ακόμα καίει. Και δεν λέει να σβήσει.