Έφτασε στα 31 του στη Ρεάλ, βαρύς, εξόριστος και ξεγραμμένος μα μέσα σε λίγους μήνες έγινε θρύλος των Μερένχες
Στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1960 έβαλε τέσσερα γκολ.
Δεν φορούσε περιβραχιόνιο, αλλά ήταν αρχηγός. Δεν φώναζε, μα όλοι τον άκουγαν. Ο Φέρεντς Πούσκας δεν γεννήθηκε μόνο για να σκοράρει· γεννήθηκε για να καθοδηγεί. Ήταν το μυαλό και η καρδιά της ανίκητης Ουγγαρίας των ’50s, εκείνης της ομάδας που για χρόνια δεν έχανε ούτε… σε προπόνηση. Μέχρι που ήρθε η επανάσταση του 1956. Οι τανκς μπήκαν στη Βουδαπέστη κι εκείνος δεν ξαναγύρισε ποτέ. Έμεινε στην Ισπανία, με την πατρίδα του να τον θεωρεί προδότη. Μα στο γήπεδο, κανείς δεν μπορούσε να του πάρει τη μπάλα — ούτε την ψυχή.
Στη Ρεάλ Μαδρίτης έφτασε στα 31 του, βαρύς, εξόριστος και ξεγραμμένος. Μα μέσα σε λίγους μήνες έγινε ο ήρωας των Μερένχες, με γκολ που έμοιαζαν με χειρουργικές βολές. Στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1960 έβαλε τέσσερα. Ήταν η απάντησή του σε όσους τον είπαν τελειωμένο. Ήταν το ποδόσφαιρο, καθαρό και ανθρώπινο.
Ο Πούσκας πέθανε το 2006, μα δεν «έφυγε». Είναι εκεί κάθε φορά που κάποιος πιτσιρικάς σουτάρει με όλο του το σώμα, όχι για το γκολ, αλλά για το όνειρο. Γιατί αυτό ήταν ο Πούσκας: ένα παιδί που έμαθε να μην χάνει, ακόμη κι όταν έχανε τα πάντα.