Έγραψε χαμηλόφωνα, έζησε αθόρυβα και πέθανε από μια σφαίρα που δεν τον σημάδεψε ποτέ. Ο πιο εσωτερικός ποιητής της Ελλάδας του μεσοπολέμου.
Ένας ποιητής που μίλαγε με σιωπή και πέθανε χωρίς να ακουστεί. Ο Τέλλος Άγρας έγραψε για τις λεπτές φθορές της ζωής — κι αυτές δεν χάνονται ποτέ.
Μιλούσε σιγά, έγραφε πιο σιγά, και πέθανε χωρίς να ακουστεί τίποτα. Κι όμως, άφησε πίσω του ποιήματα που μυρίζουν χαρτί παλιό, ησυχία Κυριακής και μια άνοιξη που δεν κάθισε ποτέ για καφέ.
Γεννήθηκε στην Καλαμπάκα, αλλά μεγάλωσε μέσα στα βιβλία. Στην Αθήνα, στο Λαύριο, μελετούσε όχι για να περάσει μαθήματα αλλά για να επιβιώσει. Από μικρός έγραφε με άλλο όνομα, σαν να μην άντεχε τη δική του υπογραφή δίπλα στις λέξεις. Είχε επινοήσει τον εαυτό του με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας, και από τότε φαινόταν πως δεν θα γίνει ποτέ κάποιος που θα φωνάξει για να ακουστεί.
Έγραψε ποίηση χωρίς να θέλει να γίνει ποιητής. Έγραφε σαν να κράταγε σημειώσεις ζωής, σα να ήθελε να διατηρήσει το φως των πραγμάτων λίγο πριν δύσει. Ήταν βαθιά επηρεασμένος από τον Μορεάς, τον Καβάφη, τους συμβολιστές, αλλά και από εκείνη τη λεπτή γραμμή του ελληνικού λόγου που ξεκινάει από το δημοτικό τραγούδι και περνάει μέσα απ’ τον Μαλακάση και τον Παλαμά χωρίς να κάνει φασαρία.
Ήταν άνθρωπος των χαρτιών, των περιθωρίων, των ημιφώτων. Δούλεψε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όχι γιατί ήθελε μια καριέρα, αλλά γιατί εκεί μπορούσε να αναπνέει πιο εύκολα. Ανάμεσα σε χιλιάδες βιβλία, χωρίς φωνές, χωρίς καλοκαιρινή υγρασία ανθρώπων. Στο σπίτι του στην Αγαθουπόλεως έμενε με τη μητέρα του. Η καθημερινότητά του ήταν ένας αθόρυβος κόσμος από λέξεις και παύσεις.
Όταν κυκλοφόρησαν οι Καθημερινές, πολλοί σταμάτησαν. Όχι γιατί ήταν σπουδαίες – κι όμως ήταν – αλλά γιατί ένιωσαν πως εδώ γράφει κάποιος που δεν παλεύει για εντυπώσεις. Έγραφε με μια σπάνια λεπτότητα, με τη δύναμη του ανθρώπου που βλέπει καθαρά το ασήμαντο και το μετατρέπει σε αιωνιότητα. Σαν να έγραφε τις μικρές φθορές που δεν θα θυμηθεί κανείς, αλλά που νιώθεις στο σώμα σου μέχρι το τέλος.
Κατά την Κατοχή η υγεία του χειροτέρεψε. Δεν μιλούσε γι’ αυτό. Δεν παραπονιόταν. Απλώς έλιωνε, όπως λιώνουν τα λόγια που δεν γράφτηκαν ποτέ. Και τότε, μια μέρα του Οκτωβρίου του ’44, μια σφαίρα τον βρήκε στον αστράγαλο. Δεν τον σημάδεψε. Δεν έφταιγε. Περνούσε. Ήταν αδέσποτη. Αλλά αυτός ο άνθρωπος που δεν ανήκε σε καμιά ιδεολογία και σε κανένα στρατό, που δεν είχε καμία φωνή να τον υπερασπιστεί, πέθανε λίγες μέρες μετά από σηψαιμία. Στον Ευαγγελισμό. Ήσυχα, χωρίς να κάνει ούτε τότε φασαρία.
Και κάπως έτσι έφυγε. Χωρίς να καταλάβει κανείς ότι μαζί του χάθηκε μια ολόκληρη ποιητική διαδρομή. Γιατί αυτός ο άντρας είχε μέσα του Ευρώπη, είχε Παρίσι του συμβολισμού, είχε Ελλάδα της λύπης, είχε εκείνη τη λεπτή μουσική που δεν πιάνουν τα ραδιόφωνα, μόνο τα μάτια που κλείνουν και θυμούνται.
Χρόνια μετά, κάποιοι άνοιξαν τα χαρτιά του και βρήκαν κι άλλα. Μια συλλογή που δεν πρόλαβε να κυκλοφορήσει. Τριαντάφυλλα μιας ημέρας. Ίσως τα πιο αθόρυβα ποιήματα που γράφτηκαν στην Ελλάδα. Σαν ανάσες πριν το τέλος. Τα μελοποίησαν. Τα τραγούδησαν. Ο Άγρας δεν άκουσε τίποτα απ’ όλα αυτά. Δεν έμαθε ότι κάποιος τον σκέφτηκε. Δεν ήξερε πως τον διάβαζαν ακόμα και μετά. Αλλά έτσι γράφουν οι σπουδαίοι. Σαν να μη χρειάζεται ποτέ να τους ευχαριστήσεις.
Αν ψάχνεις κραυγές, δεν θα τις βρεις. Αν ψάχνεις σιωπή που σε πνίγει, σιωπή που είναι γεμάτη δάκρυ και μουσική, τότε διάβασε τον. Γιατί ο Τέλλος Άγρας δεν πέθανε από μια σφαίρα. Πέθανε από τον κόσμο που δεν ξέρει να ακούει τους ανθρώπους που ψιθυρίζουν.