Έγραψε τι πρέπει να κάνει κάθε δισεκατομμυριούχος για να μη πεθάνει ντροπιασμένος. Η φράση του στοιχειώνει τους πλούσιους μέχρι σήμερα
Ο Andrew Carnegie έγραψε το κείμενο που έκανε τους πλούσιους να φοβούνται τη διαθήκη τους
Το 1889, ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου πήρε μια πένα, κάθισε στο γραφείο του και έγραψε κάτι που έκανε τους υπόλοιπους πλούσιους να ιδρώσουν. Δεν ήταν επένδυση. Δεν ήταν απειλή. Ήταν μια ηθική βόμβα: «Όποιος πεθαίνει πλούσιος, πεθαίνει ντροπιασμένος». Η φράση αυτή δεν γράφτηκε από φιλόσοφο ή ιερωμένο, αλλά από τον βιομήχανο του χάλυβα Andrew Carnegie, τον ίδιο που έχτισε την αμερικανική αυτοκρατορία του μετά από φτώχεια και παιδική εργασία.
Ο Carnegie πίστευε ότι το να αποκτήσεις πλούτο είναι μια τέχνη, αλλά το να τον διαχειριστείς σωστά είναι υποχρέωση. Όχι στα παιδιά σου. Όχι σε κληρονόμους. Αλλά πίσω στην κοινωνία που σου έδωσε την ευκαιρία να τον αποκτήσεις. Το δοκίμιό του, με τίτλο The Gospel of Wealth, δεν ήταν απλώς ένα κείμενο. Ήταν πρόκληση, κατάρα και προσευχή μαζί.
Δεν έμεινε στα λόγια. Μέχρι το τέλος της ζωής του, είχε δωρίσει πάνω από 350 εκατομμύρια δολάρια — το 90% της περιουσίας του. Έφτιαξε πάνω από 2.500 βιβλιοθήκες, ίδρυσε πανεπιστήμια, μουσικά ινστιτούτα, κέντρα ειρήνης. Πίστευε ότι ο πλούσιος πρέπει να γίνει διαχειριστής για το κοινό καλό. Και αν δεν το κάνει όσο ζει, το χρήμα του δεν έχει αξία — είναι βάρος, ντροπή, κηλίδα.
Η φράση του έγινε σύνθημα. Αλλά και εφιάλτης. Από τον Rockefeller μέχρι τον Bill Gates και τον Warren Buffett, όλοι ξαναδιάβασαν το κείμενο αυτό. Ο ίδιος ο Buffett το ονόμασε “θεμέλιο της σύγχρονης φιλανθρωπίας”. Ο Gates το έκανε πράξη με το Giving Pledge, ζητώντας από άλλους δισεκατομμυριούχους να δώσουν τουλάχιστον τη μισή τους περιουσία πριν πεθάνουν.
Αλλά η φράση μένει ίδια, απλή και αμείλικτη:
“He who dies rich, dies disgraced.”
Κι όσοι έχουν πολλά, τη διαβάζουν ξανά. Όχι για να τη θαυμάσουν. Αλλά για να μην την κουβαλάνε στον τάφο τους.