Έγραψε τον πιο σπαρακτικό αντιπολεμικό λόγο της Γενιάς του 30 και έσβησε μόνος, σε ένα κρεβάτι στην Αθήνα
Στον τάφο ήταν πρώτα η ζωή του και μετά το βιβλίο. Τον λένε Μυριβήλη. Και δεν θα ξαναγεννηθεί άλλος σαν αυτόν.
Δεν ήταν απλώς συγγραφέας. Ήταν ένας άνθρωπος που κουβάλησε την Ελλάδα του 20ού αιώνα στο κορμί του και την έγραψε με πυρετό. Ο Στρατής Μυριβήλης, γεννημένος στα χρόνια της τουρκοκρατούμενης Λέσβου, έζησε τους πολέμους, τις εκτοπίσεις, τις ιδεολογίες, τους εμφυλίους, την πείνα και το θρίαμβο της γλώσσας – και τα μετέτρεψε όλα σε λογοτεχνία που δεν σηκώνει φτιασίδια. Μιλούσε για χαρακώματα και αίμα, κι όμως έγραφε σαν να σκαλίζει ποίηση στο χώμα.
Στον πόλεμο του 1912, στην Κιλκίς-Λαχανά, τον χτύπησαν δύο σφαίρες στο πόδι. Θα μπορούσε να σταματήσει εκεί. Αλλά όχι. Πολέμησε ξανά στο Μακεδονικό μέτωπο, αυτή τη φορά σαν δεκανέας, μες στα χαρακώματα, με μυαλό καυτό από λάσπη, σκουλήκια και εφιάλτες. Εκεί γεννήθηκε «Η ζωή εν τάφω». Πρώτα μέσα του. Ύστερα, στο χαρτί. Ήταν το πρώτο ελληνικό βιβλίο που δεν ηρωοποιούσε τον πόλεμο. Τον ξέσκιζε.
Στο Εσκισεχίρ παντρεύτηκε. Έκανε παιδιά. Και με τα παράσημα στο στήθος πέρασε για λίγο από τη Θράκη σαν πρόσφυγας. Πριν καν συνέλθει, ξαναγράφει. Εκδίδει. Αρθρογραφεί. Στήνει εφημερίδες. Χτυπιέται για τη γλώσσα, για το δημοτικισμό, για τον Βενιζέλο, για τη λογοτεχνία, για το δίκιο των απλών ανθρώπων. Και πάντα υπογράφει Μυριβήλης – απ’ την πλαγιά πάνω από το πατρικό του σπίτι.
Η ζωή του ήταν η Ελλάδα. Και η Ελλάδα τον πλήγωσε όπως κάνει πάντα με τα παιδιά της. Επινόησε μια «δασκάλα με χρυσά μάτια» και του την έκοψαν. Το καθεστώς του Μεταξά τη λογόκρινε, ο ίδιος όμως το στήριξε. Εντάχθηκε. Είδε το πολιτικό τοπίο να αλλάζει. Μετά τον Εμφύλιο έγινε φανατικός αντικομμουνιστής. Κι όμως, ποτέ δεν έπαψε να είναι συγγραφέας. Ένας άνθρωπος που έγραφε χρονογραφήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, παιδικά και ραδιοφωνικές εκπομπές, ακόμα κι όταν δεν μπορούσε πια να σηκωθεί από το κρεβάτι.
Πέρασε χρόνια να περιμένει την Ακαδημία. Την πήρε στα 68 του, μετά από έξι απορρίψεις. Πήρε σταυρούς, μετάλλια, υποψηφιότητες για Νόμπελ, αλλά τον τελευταίο λόγο τον είχε πάντα η αρρώστια. Ο καρκίνος τον έλιωνε. Ήταν καθηλωμένος από το 1962, χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα, αλλά ακόμα ζωντανός. Και πέθανε όπως πεθαίνουν οι αληθινοί λογοτέχνες: όχι στα φώτα αλλά στην αλήθεια. Στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», μια μέρα του Ιουλίου το 1969.
«Ο Θεός δεν τον λυπήθηκε», έγραψε ο Βενέζης. Ίσως γιατί του είχε δώσει το χάρισμα να βλέπει μέσα στον πόνο. Και να γράφει. Όχι με μελάνι. Αλλά με μνήμη, με τραύμα και με αίμα.