Έκλεβε τη νύφη, της έκοβαν τα μαλλιά σύρριζα και της φορούσαν αντρικά. Ήταν ο γάμος στη Σπάρτη.
Την άρπαζε σαν λάφυρο. Της έκοβαν τα μαλλιά σύρριζα, την έντυναν σαν άντρα και την πέταγαν σε καλύβα χωρίς φως
Στη Σπάρτη, ο έρωτας δεν είχε θέση. Ούτε το λευκό νυφικό, ούτε τα γαμήλια τραγούδια, ούτε τα στεφάνια, ούτε το “σ’ αγαπώ”. Ο γάμος ήταν καθήκον. Πειθαρχία. Επιβίωση του κράτους. Κι η νύφη, περισσότερο στρατιώτης παρά σύζυγος, υποτασσόταν σε ένα τελετουργικό που σήμερα θα φάνταζε βασανιστήριο.
Όταν μια κοπέλα έφτανε στην ήβη, ο γάμος δεν ήταν επιλογή. Ήταν εντολή. Δεν γινόταν πρόταση. Δεν υπήρχαν αρραβώνες. Την έκλεβαν. Κυριολεκτικά. Ο μέλλων σύζυγος – πάντα μεγαλύτερος, πάντα έμπειρος – της έστηνε καρτέρι. Την άρπαζε, σαν λάφυρο πολέμου. Η ίδια δεν ήξερε αν θα γυρίσει σπίτι.
Μόλις έφτανε στην κρυφή καλύβα, την περίμενε η «νυμφεύτρια». Γυναίκα-σκιά. Δεν της μιλούσε τρυφερά. Της έκοβε τα μαλλιά σύρριζα, την έντυνε με ένα χοντρό, σκούρο αντρικό φόρεμα, της φόραγε βαριά υποδήματα σαν στρατιώτη. Την ξάπλωνε μόνη, σε στρώμα από ξερό χόρτο. Χωρίς φως. Χωρίς λόγια. Χωρίς μουσική.
Ο γαμπρός, εν τω μεταξύ, έτρωγε κανονικά με τους συνδαιτυμόνες του. Δεν έκανε το τραπέζι στην αγαπημένη του. Έκανε το καθήκον στον λόχο του. Και όταν έπεφτε η νύχτα, την ώρα που όλοι κοιμόντουσαν, γλιστρούσε στην καλύβα. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο σκοτάδι, σαν άγνωστη. Έμπαινε, έκανε έρωτα και έφευγε. Σιωπή. Καμία τρυφερότητα. Καμία γαμήλια χαρά.
Αυτό επαναλαμβανόταν για καιρό. Ο γάμος ήταν μυστικός. Ούτε οι φίλοι του, ούτε εκείνη το φώναζαν. Ήταν το πιο μοναχικό ξεκίνημα συμβίωσης στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κανείς δεν έπρεπε να τους βλέπει μαζί. Γιατί στη Σπάρτη, ο άντρας ήταν πρώτα πολεμιστής. Και η γυναίκα, γεννήτρια στρατιωτών.
Αυτό το τελετουργικό αποσκοπούσε στη σωματική επιθυμία. Όχι στην τρυφερότητα. Όσο πιο απρόβλεπτο, τόσο πιο δυνατό. Ο Λυκούργος πίστευε πως ο άντρας έπρεπε να ποθεί και όχι να συνηθίζει. Η αγάπη ήταν αποδυνάμωση. Ο γάμος, στρατηγική ευγονίας.
Το πιο παράξενο απ’ όλα; Αυτό το τελετουργικό ίσχυε ακόμα κι όταν το ζευγάρι έκανε παιδιά. Δεν ζούσαν μαζί. Ο άντρας κοιμόταν στους κοιτώνες των πολεμιστών. Και η γυναίκα τον περίμενε στο σκοτάδι. Ξανά και ξανά. Χωρίς χορούς. Χωρίς χειροκροτήματα. Χωρίς φιλί.
Η Σπάρτη δεν ήθελε έρωτες. Ήθελε κληρονομικότητα. Και η νύφη… ήταν το μέσο. Το πιο σιωπηλό και το πιο ισχυρό. Έμπαινε στο γάμο, χωρίς να ρωτηθεί. Έβγαινε από την παιδικότητα, χωρίς καν να την αποχαιρετήσει. Δεν διάλεγε τον άντρα της. Δεν έλεγε “ναι”. Δεν έλεγε τίποτα.
Έτσι γινόταν ο γάμος στην πιο σκληρή πόλη της αρχαιότητας.