Φώναξαν Η Θάλασσα! Η Θάλασσα! και ξέσπασαν σε κλάματα. Πίστευαν ότι δεν θα δουν ποτέ ξανά την Ελλάδα.
Δεν είδαν την Ελλάδα. Είδαν τη θάλασσα. Και ξέσπασαν σε λυγμούς. Πίστευαν πως δεν θα επιστρέψουν ποτέ ξανά.
Δεν ήταν ομηρικός μύθος. Ήταν αληθινό. Δέκα χιλιάδες Έλληνες, χαμένοι στα βάθη της Ασίας, δίχως στρατηγούς, δίχως πλοία, περπατούσαν επί μήνες μέσα σε βουνά, χιόνια και παγωμένα ποτάμια. Προδομένοι από τους συμμάχους τους, κυνηγημένοι από τους Πέρσες, πεινασμένοι και γυμνοί, ήξεραν ότι οι πιθανότητες να γυρίσουν πίσω ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Ποτέ ξανά στην Ελλάδα. Ποτέ ξανά στο σπίτι.
Ήταν όλοι τους μισθοφόροι. Είχαν ακολουθήσει τον πρίγκιπα Κύρο στην εκστρατεία του για τον περσικό θρόνο. Όταν εκείνος σκοτώθηκε στη μάχη, οι Έλληνες βρέθηκαν εγκλωβισμένοι χιλιάδες χιλιόμετρα από την πατρίδα. Τους στρατηγούς τους τούς έσφαξαν οι Πέρσες ύπουλα, σε δείπνο. Και τότε βγήκε μπροστά κάποιος που δεν ήταν καν στρατηγός. Ήταν φιλόσοφος. Μαθητής του Σωκράτη. Ο Ξενοφών.
Ο ίδιος δεν είχε ποτέ σκοπό να πολεμήσει. Κι όμως, πήρε στα χέρια του τη ζωή δέκα χιλιάδων ανδρών. Οργάνωσε στρατό, μοίρασε ρόλους, έδωσε λόγο στους απελπισμένους και πυξίδα στους χαμένους. Η πορεία ξεκίνησε. Κάθε νύχτα, άνθρωποι πέθαιναν. Από πείνα, από λύσσα, από κατάρρευση. Κάθε μέρα, περπατούσαν δεκάδες χιλιόμετρα. Πολλοί έτρωγαν δέρματα, σκουπίδια, ρίζες. Άλλοι έδεναν τα πόδια τους με πανιά για να μη σαπίσουν. Τα βουνά της Αρμενίας δεν συγχωρούσαν.
Κάποια στιγμή, έφτασαν στην πιο παράξενη κοιλάδα. Από εκεί ανέβηκαν στο όρος Θήχης. Ένας απ’ τους πρόσκοπους ανέβηκε πρώτος και άρχισε να ουρλιάζει: «Θάλαττα! Θάλαττα!». Οι στρατιώτες τον κοίταζαν με απορία. Αλλά όταν έφτασαν στην κορυφή και αντίκρισαν τον Εύξεινο Πόντο, κατέρρευσαν. Η κραυγή επαναλήφθηκε. «Η Θάλασσα! Η Θάλασσα!» Και μετά: λυγμοί. Φωνές. Κλάμα. Δεν ήταν η Ελλάδα. Ήταν όμως θάλασσα ελληνική. Πίστεψαν ξανά ότι μπορεί να γυρίσουν.
Κατέβηκαν στην Τραπεζούντα. Εκεί βρήκαν Έλληνες. Κατάλαβαν πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που μιλάνε τη γλώσσα τους. Πήγαν σε ιερό, θυσίασαν στους θεούς, έφαγαν κανονικό φαγητό για πρώτη φορά μετά από μήνες. Οι στρατιώτες τους είχαν για νεκρούς. Οι οικογένειες τους είχαν θρηνήσει. Κι όμως, περπατώντας μέσα από χιονοθύελλες, μάχες και βαρβάρους, κρατώντας ζωντανή μόνο τη σκέψη της πατρίδας, έφτασαν.
Δεν γύρισαν όλοι. Αλλά γύρισαν αρκετοί. Και γύρισαν χάρη σε έναν άνθρωπο που δεν ήταν ούτε βασιλιάς, ούτε στρατηγός. Ήταν ένας που διάβαζε Πλάτωνα και μιλούσε με τον Σωκράτη. Ένας που έγραψε με μελάνι την ιστορία, αφού πρώτα την έσωσε με αίμα.