Η Άλωση της Τριπολιτσάς: Η καθοριστική στιγμή της Επανάστασης του 1821
Η άλωση της Τριπολιτσάς δεν ήταν απλώς μια μάχη. Ήταν σφαγή, θρίαμβος και το πιο αιματηρό βάπτισμα της Ελληνικής Επανάστασης
Η Τριπολιτσά ήταν η καρδιά της οθωμανικής εξουσίας στον Μοριά. Σαράγια, φυλακές, θησαυροφυλάκια και διοικητικά κέντρα, όλα μαζεμένα σε μια πόλη που έλεγχε κάθε δρόμο της Πελοποννήσου. Χωρίς αυτήν, οι Τούρκοι δεν είχαν πυξίδα. Και το ήξεραν καλά.
Τα τείχη της εκτείνονταν 3,5 χιλιόμετρα, με πύργους και τριάντα κανόνια. Όμως ήταν τείχη πεδιάδας, ευάλωτα, χωρίς θάλασσα να τα στηρίξει. Μέσα κλείστηκαν χιλιάδες ψυχές, Οθωμανοί άρχοντες, οικογένειες, στρατιώτες και Εβραίοι έμποροι. Υπολογίζονται τριάντα χιλιάδες, ίσως και παραπάνω. Οι Έλληνες έξω από τα τείχη έβλεπαν την πόλη σαν το μεγάλο τρόπαιο που θα έδινε στον ξεσηκωμό υπόσταση.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή: «Αν δεν πάρουμε την Τριπολιτσά, χαθήκαμε». Έστησε τα στρατόπεδα γύρω από την πόλη σε ημικύκλιο. Στο αριστερό ο ίδιος με 2.500 άνδρες, στο δεξί ο Γιατράκος, στο κέντρο ο Αναγνωσταράς, πίσω ο Πετρόμπεης με Μανιάτες. Ήταν η πρώτη φορά που οι επαναστάτες απέφυγαν την πολυδιάσπαση και συγκεντρώθηκαν σε έναν στόχο.
Από την άνοιξη του 1821 οι μάχες γύρω από την πόλη άρχισαν να γονατίζουν την οθωμανική άμυνα. Το Βαλτέτσι, τα Δολιανά, η Γράνα έγιναν πεδία όπου οι Τούρκοι βγήκαν για τρόφιμα και γύρισαν με βαρύ φόρο αίματος. Η πείνα μέσα στην πόλη έγινε βασανιστική, ο τύφος ξέσπασε, κι οι Αλβανοί μισθοφόροι που είχε στείλει ο Χουρσίτ άρχισαν να ληστεύουν τους ίδιους τους συμμάχους τους. Ο φόβος έπνιξε τις οικογένειες πίσω από τα τείχη.
Οι Έλληνες, την ίδια ώρα, πολεμούσαν αλλά και συναλλάσσονταν. Νύχτα, πωλούσαν λίγο ψωμί ή νερό σε απελπισμένους Τούρκους και έπαιρναν χρυσάφι και όπλα. Ο πόλεμος ήταν και παζάρι. Οι όμηροι αρχιερείς και πρόκριτοι που είχαν φυλακιστεί πέθαιναν ένας ένας από την πείνα και τις κακουχίες, ζωντανές αποδείξεις της απανθρωπιάς της πολιορκίας.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 ήρθε η στιγμή. Η πύλη της Ναυπλίας έμεινε αφρούρητη μέσα στη σύγχυση των διαπραγματεύσεων με τους Αλβανούς. Έλληνες σκαρφάλωσαν στο τείχος, άνοιξαν την πύλη και ύψωσαν τη σημαία. Η Τριπολιτσά έπεφτε. Μέσα σε λίγες ώρες οι δρόμοι γέμισαν κραυγές, φωτιές, αίματα.
Η σφαγή που ακολούθησε συγκλόνισε την Ιστορία. Τρεις ημέρες η πόλη έγινε κόλαση. Γυναίκες, παιδιά, γέροντες, στρατιώτες σφαγιάζονταν χωρίς έλεος. Ο Κολοκοτρώνης μιλά για τριάντα δύο χιλιάδες νεκρούς. Ξένοι ιστορικοί, όπως ο Φίνλεϊ και ο Γκόρντον, υπολογίζουν δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες. Οι αριθμοί αλλάζουν, μα η ουσία μένει: η Τριπολιτσά βάφτηκε με αίμα.
Ο Φωτάκος περιγράφει το τρίξιμο των κοκάλων κάτω από τα πόδια. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έβλεπε τον πλάτανο της πλατείας όπου κρεμούσαν Έλληνες και διέταξε να κοπεί. Ο Ρεϊμπώ μίλησε για στρατό που υπάκουε μόνο σε ένα νόμο: της σφαγής. Μερικοί οπλαρχηγοί προσπάθησαν να σώσουν ανθρώπους, μα η μέθη της εκδίκησης ήταν ανεξέλεγκτη.
Η Ευρώπη έμεινε διχασμένη. Άλλοι μίλησαν για δικαιολογημένη εκδίκηση μετά τις σφαγές της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης, των Κυδωνιών. Άλλοι για βαρβαρότητα που αμαύρωσε την υπόθεση των Ελλήνων. Στις εφημερίδες του Λονδίνου και της Βιέννης η Τριπολιτσά έγινε πεδίο προπαγάνδας. Μα για τους αγωνιστές, ήταν η πρώτη αληθινή νίκη.
Η άλωση έδωσε 11.000 όπλα στους επαναστάτες. Έφερε τον έλεγχο σχεδόν όλης της Πελοποννήσου. Κυρίως, έδωσε στον ξεσηκωμένο λαό αυτοπεποίθηση: ότι μπορούσε να νικήσει, να γκρεμίσει το κέντρο της τυραννίας. Ήταν το ματωμένο βάπτισμα της Επανάστασης, το σημείο χωρίς επιστροφή.
Το Μεσολόγγι έμεινε στην Ιστορία σαν έπος αυτοθυσίας. Η Τριπολιτσά, σαν σκοτεινή νίκη. Μα χωρίς αυτήν, ίσως η Επανάσταση να είχε σβήσει πριν καν φουντώσει.
Ο φόνος που σόκαρε την Ελλάδα. Το σκοτεινό μυστήριο του Τζορτζ Πολκ στον Θερμαϊκό
Άρμεν Κούπτσιος: Ο Εικοσάχρονος Μακεδονομάχος που θυσιάστηκε για την Ελλάδα στον Μακεδονικό Αγώνα