Η Ελλάδα έκοψε 1 εκατομμύριο σε ασήμι. Αλλά το συνάλλαγμα ήταν τόσο κακό, που τα έχασε όλα.
Η Ελλάδα τύπωνε δραχμές σε ασήμι, αλλά το συνάλλαγμα την πρόδωσε. Μέχρι το 1910, είχε χάσει όλο της το πολύτιμο νόμισμα.
Το 1910 η Ελλάδα είχε κόψει ασημένια νομίσματα αξίας 1.050.515 λιρών. Ήταν δραχμές κανονικές, κυρίως του ενός και των δύο δραχμών, όλες χτυπημένες σε καθαρό ασήμι. Όμως, δεν έμεινε ούτε μία μέσα στη χώρα. Όλα είχαν εξαχθεί στο εξωτερικό, γιατί η ισοτιμία της δραχμής έναντι των ξένων νομισμάτων ήταν τόσο αρνητική, που το ίδιο το ασήμι είχε μεγαλύτερη αξία από το πρόσωπο του νομίσματος.
Η Ελλάδα συμμετείχε τότε στη Λατινική Νομισματική Ένωση, μαζί με χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και το Βέλγιο. Η δραχμή ήταν ισοδύναμη με το φράγκο, αλλά μόνο στα χαρτιά. Στην πράξη, το νόμισμα της Ελλάδας είχε σταθερά χειρότερη ισοτιμία. Έτσι, οποιοσδήποτε μπορούσε να πάρει ασημένιες δραχμές από την Αθήνα, να τις λιώσει ή να τις μεταφέρει στη Γαλλία και να τις αλλάξει με δυνατότερο νόμισμα. Ήταν μια αργή αιμορραγία της εθνικής περιουσίας σε μέταλλο.
Οι 5δραχμες και τα μεγαλύτερα ποσά κυκλοφορούσαν πια μόνο σε χαρτί. Το χρυσό είχε εξαφανιστεί από την αγορά — ο κόσμος δεν εμπιστευόταν το κράτος και κρατούσε τα πολύτιμα μέταλλα στο χέρι ή τα έστελνε στο εξωτερικό. Η Τράπεζα της Ελλάδος έκοβε νόμισμα, αλλά το νόμισμα δεν έμενε. Ούτε στα ταμεία, ούτε στην αγορά.
Η κατάσταση ήταν τόσο ασταθής, που το ίδιο το κράτος είχε αρχίσει να τυπώνει τραπεζογραμμάτια χωρίς μετατρεψιμότητα. Δηλαδή, αν πήγαινες στην Τράπεζα με πέντε δραχμές χαρτί, δεν μπορούσαν να σου τις αλλάξουν με μέταλλο. Δεν υπήρχε μέταλλο. Το νομισματικό απόθεμα ήταν μια απουσία — και οι αριθμοί στο χαρτί δεν είχαν αντίκρισμα σε τίποτα.
Ουσιαστικά, η Ελλάδα του 1910 ήταν μια χώρα που παρίστανε τη νομισματική ισορροπία. Συμμετείχε σε ενώσεις, εξέδιδε νομίσματα με λαμπερό ασήμι, κρατούσε βιβλία και ισολογισμούς. Όμως πίσω από τα σύμβολα, δεν είχε πια το υλικό. Το ασήμι είχε φύγει. Και μαζί του, η δυνατότητα του κράτους να εμπνεύσει εμπιστοσύνη.
Το φαινόμενο αυτό, που θυμίζει περισσότερο αποικιακή εκροή πλούτου παρά κυρίαρχη νομισματική πολιτική, δείχνει και την παγίδα στην οποία είχε πέσει η χώρα: εξέδιδε πολύτιμο νόμισμα σε ένα περιβάλλον όπου δεν μπορούσε να το υπερασπιστεί. Και ο κόσμος, λογικά, το έπαιρνε και το μετέφερε εκεί όπου άξιζε περισσότερο.
Αυτό που έμεινε πίσω ήταν μια χώρα με τραπεζογραμμάτια χωρίς μεταλλικό αντίκρισμα και ένα ταμείο που είχε μετατραπεί σε ανάμνηση. Τα νομίσματα ήταν επίσημα ελληνικά, αλλά το ασήμι τους έλιωνε σε ξένα καζάνια.