Οι Έλληνες που έστηναν ψεύτικες φωτιές τη νύχτα για να ρίχνουν πλοία στα βράχια και να τα ληστεύουν
Δεν κυνηγούσαν τα πλοία. Τα περίμεναν να πέσουν μόνα τους στα βράχια. Οι ναυαγιστές της αρχαίας Ελλάδας έστηναν φωτιές και έκλεβαν τα πάντα.
Στην αρχαία Ελλάδα, δεν ήταν μόνο οι πειρατές που λεηλατούσαν πλοία στη θάλασσα. Υπήρχε κι ένα άλλο είδος ληστών, πιο ύπουλο, πιο σκοτεινό και σχεδόν αόρατο. Ήταν αυτοί που δεν πήγαιναν με πλοία να κυνηγήσουν τα θύματά τους — περίμεναν εκείνα να έρθουν μόνα τους, παρασυρμένα από ένα φως που έμοιαζε με ελπίδα αλλά οδηγούσε στο θάνατο.
Αυτοί ήταν οι ναυαγιστές. Το βράδυ άναβαν φωτιές στην ακτή, σε σημεία που έμοιαζαν με λιμάνια ή φυσικά αγκυροβόλια. Οι ναυτικοί, βλέποντας τις φωτιές, νόμιζαν ότι πλησίαζαν σε ασφαλές καταφύγιο. Έστρεφαν το πλοίο προς τα εκεί —και έπεφταν σε ξέρες, ύφαλους ή βράχια, καταστρέφοντας το πλοίο και αφήνοντας το πλήρωμα αβοήθητο.
Μόλις τα πλοία συντρίβονταν ή έμεναν ακυβέρνητα, οι ναυαγιστές έτρεχαν στις ακτές. Άρπαζαν ό,τι μπορούσαν — φορτία, λάφυρα, ακόμη και τους ίδιους τους ανθρώπους, που συχνά κατέληγαν δούλοι ή εκβιαζόμενοι για λύτρα. Δεν ήταν σποραία φαινόμενα, αλλά οργανωμένες πρακτικές που άντεξαν για αιώνες, ακόμη και μέχρι τον 19ο αιώνα.
Στην ελληνική μυθολογία, ο πιο διάσημος ναυαγιστής ήταν ο Ναύπλιος. Πατέρας του Παλαμήδη, που εκτελέστηκε άδικα στον Τρωικό Πόλεμο, ο Ναύπλιος θέλησε να εκδικηθεί τους Έλληνες. Όταν ο στόλος τους επέστρεφε από την Τροία, άναψε παραπλανητικές φωτιές στον Καφηρέα — το σημερινό Κάβο Ντόρο. Πολλά πλοία καταστράφηκαν, πολλοί πολεμιστές πνίγηκαν λίγο πριν αγγίξουν πατρίδα.
Το έγκλημα των ναυαγιστών δεν είχε τιμωρία. Δεν υπήρχε διεθνές δίκαιο, δεν υπήρχε ναυτική αστυνόμευση. Όσο υπήρχαν φτωχές ακτές και καράβια γεμάτα εμπόρευμα, θα υπήρχαν και εκείνοι που σήκωναν ένα φως στο σκοτάδι, μόνο και μόνο για να σε βρουν ναυαγισμένο το πρωί.