Η Ελληνίδα που έφτιαχνε κούκλες πριν από εκατό χρόνια και χωρίς να το ξέρει έγινε σύμβολο
Στην Αθήνα των προσφύγων, η Δέσποινα άρχισε να ράβει μικρές φιγούρες με βελόνες που δεν σταματούσαν ποτέ.
Η ιστορία της Δέσποινας Παππά-Πασχαλίδου μοιάζει με σελίδα βγαλμένη από παλιό χειρόγραφο, γεμάτο ραφές και υφάσματα που κρύβουν μνήμες μιας άλλης εποχής. Γεννήθηκε το 1874 στο Καντίκιοϊ της Πόλης, μέσα σε μια αστική οικογένεια με εμπόριο υφασμάτων, εκεί έμαθε να αγαπά το ύφασμα πριν καν καταλάβει τι σημαίνει τέχνη.
Η μικρή Δέσποινα μεγάλωσε ανάμεσα σε τόπια τσόχας, δαντέλες και παρτιτούρες πιάνου. Ο πατέρας της, έμπορος από τη Χίο, και η μητέρα της από το Φανάρι, της έδωσαν μια μόρφωση σπάνια για κορίτσι της εποχής: γλώσσες, μουσική, ζωγραφική. Όταν παντρεύτηκε το 1897 τον γεωπόνο Κωνσταντίνο Πασχαλίδη, η ζωή της φάνηκε να μπαίνει σε ήρεμη πορεία. Μέχρι που ήρθε το 1922. Η Μικρασιατική Καταστροφή την ξερίζωσε μαζί με χιλιάδες άλλους. Από τη Βάρνα στη Θεσσαλονίκη και τελικά στην Αθήνα, κουβαλούσε στις αποσκευές της ό,τι είχε απομείνει από τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη — και λίγα κομμάτια υφάσματος.
Από τις στάχτες της προσφυγιάς γεννήθηκαν οι πάνινες ψυχές
Στην Αθήνα των προσφύγων, η Δέσποινα άρχισε να ράβει μικρές φιγούρες με βελόνες που δεν σταματούσαν ποτέ. Οι πρώτες της κούκλες είχαν μάτια από κλωστή και καρδιά από νοσταλγία. Τις πούλαγε σε μαγαζιά γύρω από την Ακρόπολη, χωρίς να ξέρει πως οι δημιουργίες της θα γίνονταν κομμάτι της ελληνικής λαϊκής τέχνης.
Οι μορφές της δεν ήταν απλές φιγούρες ήταν οι τύποι της Αθήνας: ο κουλουράς, ο ταβερνιάρης, ο εφημεριδοπώλης. Αργότερα γεννήθηκαν και οι πιο φανταχτερές, όπως ο «Μενιδιάτης» με τη σούβλα ή ο «Δελαπατρίδης» με το καπέλο του. Το 1930 οι κούκλες της παρουσιάστηκαν στις Δελφικές Εορτές και λίγο αργότερα στο Ζάππειο, εκεί όπου η λαϊκή τέχνη συναντούσε την αστική Αθήνα.
Η φήμη της μεγάλωνε. Όταν ένας υπουργός ζήτησε να φτιάξει μια μεγάλη κούκλα «Όθωνα» για δώρο στον Ελευθέριο Βενιζέλο, η Δέσποινα χαμογέλασε και έπιασε το ψαλίδι της. Δεν ήξερε πως αυτή η παραγγελία θα έγραφε το όνομά της στην ιστορία της ελληνικής χειροτεχνίας.
Το 1934 άνοιξε στο σπίτι της ένα μικρό εργαστήριο με δέκα γυναίκες — όλες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Εκεί δεν έφτιαχναν απλώς κούκλες, έφτιαχναν ζωή. Με τη βελόνα και το ύφασμα έραβαν ξανά την αξιοπρέπειά τους. Η Δέσποινα τις δίδαξε να μετατρέπουν τον πόνο σε δημιουργία, ενώ μέρος της παραγωγής πήγαινε στις ΗΠΑ μέσω του Near East Foundation, ως σύμβολο της αντοχής των προσφύγων.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, το εργαστήριο σίγησε. Εκείνη όμως δεν σταμάτησε ποτέ να φτιάχνει. Έκανε κουκλοθέατρο για τα εγγόνια της, ζωγράφιζε, και έγραφε παραμύθια από την Πόλη που θυμόταν από τη θεία της Χαρίκλεια. Το 1939 τα εξέδωσε με τίτλο «Παραμύθια του Λαού μας», χρόνια μετά, η κόρη της Αλεξάνδρα Πασχαλίδου-Μωρέτη τα επανεξέδωσε ως «Παραμύθια της Πόλης».
Οι κόρες της, η Λίλη και η Ελένη, συνέχισαν την κληρονομιά. Η μία ως κατασκευάστρια κούκλας, η άλλη ως ζωγράφος και σύντροφος του γλύπτη Γιώργου Ζογγολόπουλου. Η τέχνη έγινε οικογενειακό αίμα.
Σήμερα, κάποιες από τις κούκλες της βρίσκονται στο Μουσείο Παιχνιδιών του Μπενάκη, μικρές πάνινες μορφές που κοιτούν σιωπηλά τους επισκέπτες, σαν να θυμίζουν πως μέσα σε κάθε ραφή της υφασμάτινης καρδιάς τους υπάρχει μια γυναίκα που έδωσε μορφή στη μνήμη της Ελλάδας. Η Δέσποινα Παππά-Πασχαλίδου πέθανε το 1954 στην Αθήνα. Δεν ήξερε ποτέ ότι οι κούκλες της θα επιζούσαν από τον χρόνο, τις μόδες και τους πολέμους. Ότι θα γίνονταν σύμβολο μιας εποχής που πέρασε αλλά δεν ξεχάστηκε.