Η γυναίκα που φωτογράφισε μια Ελλάδα που δεν υπήρχε και την έκανε να φαίνεται αιώνια
Ήταν πρόσφυγας. Την είπαν εθνικίστρια, ρομαντική, ουτοπίστρια. Αλλά εκείνη με τον φακό της δημιούργησε μια Ελλάδα που δεν υπήρχε. Και την έκανε να φαίνεται αιώνια.
Δεν είχε τίποτα δικό της. Το Αϊδίνι είχε καεί. Η οικογένειά της είχε χαθεί μες στους δρόμους της Σμύρνης. Και όταν επιτέλους έφτασε στην Αθήνα, η πόλη ήταν φτωχή, βιαστική και γεμάτη φαντάσματα. Κι όμως, η Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, που υπέγραφε απλώς «Nelly’s», αποφάσισε πως αυτή την Ελλάδα θα την φωτογράφιζε όχι όπως ήταν. Αλλά όπως έπρεπε να είναι.
Στήνει πρόσωπα με τον τρόπο των αρχαίων. Ποζάρει πρόσφυγες σαν Κούρους. Τοποθετεί γυμνά σώματα πάνω στην Ακρόπολη και τα φωτίζει σαν αγάλματα. Για τον κόσμο του 1929 ήταν πρόκληση. Για τη Nelly’s ήταν απλώς η πρώτη πράξη σε ένα φωτογραφικό όραμα που θα κράταγε δεκαετίες.
Η Ελλάδα που ήθελε να δείξει δεν ήταν σημερινή. Ήταν αρχαία, διαχρονική, φτιαγμένη από αγροτικές φιγούρες και κλασικές γραμμές. Οι κριτικοί την κατηγόρησαν πως έπαιζε με την αισθητική του Μεταξά, του Τρίτου Πολιτισμού, του φυλετικού μεγαλείου. Εκείνη δεν εξήγησε ποτέ. Συνέχισε να στήνει το φακό της μπροστά σε ό,τι θεωρούσε ιδανικό: σε μία Ελλάδα μνημείο.
Όταν το 1939 την έστειλαν στις Ηνωμένες Πολιτείες να στολίσει το ελληνικό περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης, η Nelly’s δεν πήρε μαζί της τα πρόσωπα των πολιτικών. Πήρε τα σώματα των κοριτσιών της υπαίθρου, τις στάσεις των βοσκών, τα γυμνά της Ακρόπολης. Έστησε ένα γιγαντιαίο φωτογραφικό κολάζ σαν δήλωση. Και μετά, ξέμεινε στην Αμερική 27 ολόκληρα χρόνια, μόνη, αθόρυβη, μες στη βουή της Νέας Υόρκης.
Εκεί, τράβηξε τις ωραιότερες σιωπές της. Τους δρόμους, τα πλήθη, το «Easter Parade», τα πρόσωπα που την προσπερνούσαν χωρίς να τη γνωρίζουν. Δεν ήταν η Nelly’s της Ακρόπολης. Ήταν η Nelly’s της ασφάλτου. Η ξένη που έψαχνε τη χώρα της μέσα από το φακό.
Το 1966 γύρισε στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη. Στο διαμέρισμά της δεν έστησε ξανά στούντιο. Έστησε μουσείο. Δώρισε το έργο της στο Μπενάκη, έγραψε την αυτοβιογραφία της, μίλησε λιγότερο απ’ όσο έπρεπε, και παρέμεινε αυτή που πάντα ήταν: μια γυναίκα που έβλεπε μια Ελλάδα που δεν υπήρχε — και την αποτύπωνε για να την κάνουμε αληθινή.