Η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση δεν ήθελαν να έρθει στην Ελλάδα η τηλεόραση. Καθυστέρησε πολλά χρόνια
Γιατί η Ελλάδα καθυστέρησε τόσο πολύ να αποκτήσει τηλεόραση;
Το 1960, σε μια Ευρώπη που βρισκόταν ήδη σε τροχιά τηλεοπτικής έκρηξης, η Ελλάδα εξακολουθούσε να ζει χωρίς την εικόνα στο σαλόνι. Οι χώρες του δυτικού κόσμου είχαν αγκαλιάσει τη νέα τεχνολογία ως το μέλλον της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας, όμως στην Ελλάδα, το θέμα της τηλεόρασης φάνταζε επικίνδυνο. Η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, συμφωνούσαν σιωπηλά πως δεν ήταν καιρός για τέτοια πράγματα. Ο φόβος της χειραγώγησης, η έλλειψη ελέγχου, αλλά και οι φόβοι για υπονόμευση της επιρροής των εφημερίδων, φρέναραν κάθε σοβαρή απόπειρα να δημιουργηθεί τηλεοπτικό δίκτυο.
Κατά τη δεκαετία του 1950, έγιναν τέσσερις επίσημες απόπειρες να θεσμοθετηθεί η τηλεόραση στην Ελλάδα, αλλά όλες κατέληξαν σε ματαίωση. Οι πολιτικοί είτε δεν ήθελαν να τη μοιραστούν με τους αντιπάλους τους είτε φοβούνταν ότι θα χάσουν τον έλεγχο της πληροφόρησης. Οι εκδότες, από την άλλη, πίεζαν ώστε να προστατευθεί το μονοπώλιο τους στο χαρτί. Ακόμα και ο στρατός, που είχε κάνει κάποιες πρόχειρες πειραματικές εκπομπές, εγκατέλειψε τις προσπάθειες χωρίς συνέχεια. Το κοινό δεν είχε πρόσβαση σε τηλεοπτικές συσκευές και οι ελάχιστοι που είχαν, έπιαναν μόνο στατικές εικόνες από Ιταλία και Γιουγκοσλαβία.
Η πρώτη πραγματική εμφάνιση τηλεοπτικής εικόνας στην Ελλάδα έγινε από τη ΔΕΗ, στη Θεσσαλονίκη, στη Διεθνή Έκθεση του 1960. Για 22 ημέρες, ένα πειραματικό σήμα πρόβαλε ξένα ντοκιμαντέρ και ψυχαγωγικά προγράμματα. Ήταν μια γεύση του τι θα μπορούσε να είναι η ελληνική τηλεόραση, αλλά χωρίς συνέχεια. Οι συζητήσεις για οργανωμένο δίκτυο πάγωσαν ξανά, καθώς κανείς δεν έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον για να προχωρήσει κάτι επίσημο. Αμερικανικές εταιρείες που προσφέρθηκαν να στήσουν δίκτυο, δεν έγιναν δεκτές. Τα σχέδια έμειναν στα συρτάρια.
Μόλις το 1965 άρχισαν οι πρώτες σοβαρές κινήσεις. Το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας ξεκίνησε εκπομπές από την Αθήνα και τέσσερις ημέρες αργότερα ακολούθησε η Τηλεόραση των Ενόπλων Δυνάμεων. Η τηλεόραση είχε πια φτάσει, αλλά χωρίς τον ενθουσιασμό ή τη στήριξη που είχε σε άλλες χώρες. Τα πρώτα χρόνια ήταν γεμάτα τεχνικά προβλήματα, ανεπαρκές προσωπικό, φτωχό πρόγραμμα και ελάχιστους δέκτες στα σπίτια.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, η τηλεόραση έγινε όπλο προπαγάνδας. Το στρατιωτικό καθεστώς όχι μόνο την υποστήριξε, αλλά και την ενίσχυσε, κατανοώντας τη δύναμή της. Οι δύο δημόσιοι σταθμοί, ΕΙΡ και ΥΕΝΕΔ, άρχισαν να προβάλλουν περισσότερες ώρες, να οργανώνουν δελτία ειδήσεων με «ορθή» θεματολογία και να αναπτύσσουν ενημερωτικές και ψυχαγωγικές εκπομπές που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Χούντας. Η τηλεόραση έγινε μέσο ελέγχου, όχι ελευθερίας.
Μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1974, άρχισε μια πιο ουσιαστική συζήτηση για την τηλεόραση ως μέσο πολιτισμού και ενημέρωσης. Ακόμα όμως και τότε, η εξέλιξή της ήταν αργή. Το κράτος διατηρούσε τον απόλυτο έλεγχο. Η ΥΕΝΕΔ παρέμενε στρατιωτικό κανάλι για αρκετά χρόνια, ενώ η ΕΡΤ ήταν στα χέρια πολιτικών διορισμένων από την εκάστοτε κυβέρνηση. Η ιδέα ότι η τηλεόραση θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από εργαλείο εξουσίας άργησε πολύ να ριζώσει.
Μέχρι το 1989, η Ελλάδα ήταν από τις τελευταίες χώρες της Ευρώπης που δεν είχε ιδιωτικά κανάλια. Όταν τελικά άνοιξε η αγορά, το Mega και ο ANT1 έφεραν αέρα ανανέωσης, έσπασαν τη μονοτονία του κρατικού λόγου και δημιούργησαν νέο πρότυπο τηλεοπτικής εμπειρίας. Ήταν η πρώτη φορά που η τηλεόραση έγινε πραγματικό μέσο μαζικής ψυχαγωγίας, με σειρές, ενημερωτικές εκπομπές και ειδήσεις διαφορετικής αισθητικής. Αλλά και πάλι, η καθυστέρηση της εισαγωγής της τηλεόρασης είχε αφήσει πίσω ολόκληρες γενιές, με την τεχνολογία, τον πολιτισμό και τον δημόσιο διάλογο να κινούνται πιο αργά από ό,τι σε άλλες χώρες.
Η τηλεόραση στην Ελλάδα ήρθε τελικά από ανάγκη και όχι από επιθυμία. Ήταν αποτέλεσμα πίεσης, πολιτικής σκοπιμότητας και διεθνών εξελίξεων. Το κοινό τη δέχτηκε με ενδιαφέρον, αλλά το κράτος και οι πολιτικές δυνάμεις την αντιμετώπισαν σαν απειλή για δεκαετίες. Ένα μέσο που αλλού γεννήθηκε ως μέσο εκδημοκρατισμού και ενημέρωσης, στην Ελλάδα χρειάστηκε δεκαετίες για να βρει το βηματισμό του. Και ακόμα τον ψάχνει.