Η νύχτα που ο Όθωνας έμεινε μόνος στην πλατεία Συντάγματος, περιμένοντας αν θα τον σκοτώσουν
Το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ο βασιλιάς Όθωνας δεν διέταξε ούτε μία σφαίρα. Έμεινε μόνος του στο παλάτι, ενώ απέξω ο λαός ζητούσε Σύνταγμα.
Κανείς δεν πλησίαζε. Ο λαός είχε κατακλύσει την πλατεία μπροστά από τα Ανάκτορα. Οι στρατιώτες είχαν πάρει θέση. Οι φωνές απαιτούσαν Σύνταγμα. Οι υπουργοί είχαν ήδη εξαφανιστεί. Μόνος του, σε μια άδεια αίθουσα του Παλατιού, ο βασιλιάς Όθων περίμενε. Όχι με φρουρούς. Όχι με συνοδεία. Περίμενε δέκα ώρες, χωρίς να αντιδράσει, χωρίς να φύγει, χωρίς να γνωρίζει αν θα βγει ζωντανός.
Ήταν 3 Σεπτεμβρίου 1843. Η Ελλάδα είχε μόλις 12 χρόνια ανεξαρτησίας και ο πρώτος της βασιλιάς, ο Βαυαρός Όθων, κυβερνούσε χωρίς Σύνταγμα. Μετά από χρόνια αυταρχικής διακυβέρνησης, οι απαιτήσεις για δημοκρατία είχαν μετατραπεί σε κραυγές οργής. Εκείνο το βράδυ, χιλιάδες πολίτες, μαζί με στρατιωτικούς, συγκεντρώθηκαν στην πλατεία μπροστά από το Παλάτι και απαίτησαν να αλλάξει το πολίτευμα.
Ο Όθων δεν διέταξε καταστολή. Δεν κάλεσε ενισχύσεις. Δεν ανέβηκε στον θρόνο να μιλήσει. Αντίθετα, όπως καταγράφουν ξένοι περιηγητές και διπλωμάτες της εποχής, έμεινε κλεισμένος μόνος του στην αίθουσα του θρόνου, για δέκα συνεχόμενες ώρες, σιωπηλός. Ούτε ένας πυροβολισμός, ούτε μία πράξη βίας. Περίμενε να δει αν θα εισβάλουν. Περίμενε να δει αν θα τον σκοτώσουν.
Ήταν μια πρωτόγνωρη στιγμή για μια ευρωπαϊκή μοναρχία. Ο βασιλιάς δεν αντιστάθηκε. Δεν έφυγε. Δεν καταδίκασε τον λαό του. Αντιθέτως, το ξημέρωμα, με τα πλήθη ακόμα συγκεντρωμένα, δέχτηκε να παραδώσει Σύνταγμα, να περιορίσει τις εξουσίες του και να εισέλθει η χώρα σε μια νέα εποχή. Ήταν η αρχή της συνταγματικής μοναρχίας στην Ελλάδα.
Η νύχτα εκείνη, περιβεβλημένη με αγωνία, σιωπή και πολιτική φόρτιση, δεν είχε χρώμα αίματος. Είχε, όμως, το βάρος μιας ιστορικής επιλογής. Ο Όθων δεν έγινε ήρωας, ούτε τύραννος. Έμεινε εκεί, μόνος του, σαν να ήθελε να ακούσει ο ίδιος, χωρίς μεσολαβητές, τι λέει ο λαός του.