Η θάλασσα ήταν κρασί, τα πρόβατα μωβ και ο ουρανός άχρωμος. Έτσι έβλεπαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Ο Όμηρος έβλεπε τον κόσμο αλλιώς. Τα πρόβατα ήταν μωβ, η θάλασσα σαν κρασί και το μπλε... δεν υπήρχε. Έτσι έβλεπαν οι αρχαίοι Έλληνες τα χρώματα.
Όταν ο Όμηρος έγραψε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, η θάλασσα δεν ήταν μπλε. Ήταν “οίνοψ πόντος” — σκοτεινή σαν το κρασί. Ο ουρανός δεν περιγράφεται ποτέ ως γαλανός. Τα πρόβατα αναφέρονται ως ιώδη, δηλαδή μωβ. Και το πράσινο δεν υπήρχε ως χρώμα. Οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν διαφορετικά τον κόσμο — όχι με τα μάτια, αλλά με τις λέξεις τους.
Η γλώσσα τους διέκρινε τα χρώματα με βάση το φως και το σκοτάδι, όχι το φάσμα. Δεν υπήρχε σαφής διάκριση ανάμεσα σε μπλε και πράσινο. Δεν υπήρχε λέξη για το πορτοκαλί. Και το “κυανό” μπορούσε να σημαίνει σκούρο, όχι απαραίτητα μπλε. Για αυτούς, το χρώμα δεν ήταν ανεξάρτητο από την υφή, το υλικό ή την αίσθηση που προκαλούσε.
Ο φιλόλογος Ουίλιαμ Γκλάντστοουν ήταν από τους πρώτους που το παρατήρησαν. Σημείωσε ότι στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ο Όμηρος δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη λέξη “μπλε”. Ούτε καν για τον ουρανό ή τη θάλασσα. Αντί γι’ αυτό, χρησιμοποιούσε μεταφορές όπως “σκοτεινός”, “αχνός”, “κρασόχρωμος” ή “μεταλλικός”. Το ίδιο συνέβαινε και με άλλους πολιτισμούς της αρχαιότητας — το μπλε είναι σχεδόν πάντα το τελευταίο χρώμα που αποκτά λέξη σε μια γλώσσα.
Η εξήγηση δεν είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν έβλεπαν το μπλε. Βιολογικά, έβλεπαν όπως εμείς. Αλλά η γλώσσα τους δεν τους έδινε τα εργαλεία να το περιγράψουν. Και χωρίς λέξη, η αναγνώριση γίνεται πιο αόριστη. Δεν είναι μόνο ζήτημα όρασης — είναι ζήτημα συνείδησης. Το χρώμα, τελικά, είναι πολιτισμική κατασκευή.
Η θάλασσα λοιπόν δεν ήταν κρασί επειδή ήταν κόκκινη. Ήταν “κρασόχρωμη” επειδή φαινόταν βαθιά, σκοτεινή, απειλητική, όπως ένας οινικός ίσκιος. Τα πρόβατα ήταν “ιώδη” όχι επειδή έλαμπαν στο λιβάδι με μωβ, αλλά γιατί το φως έπαιζε πάνω τους παράξενα. Και ο ουρανός δεν ήταν άχρωμος. Ήταν απλώς… χωρίς όνομα.