Ήρωας ή προδότης; Ο αρχικαπετάνιος που έσωσε 4.000 γυναικόπαιδα αλλά πέθανε φτωχός και συκοφαντημένος
Τον φώναζαν Τουρκοφάγο, αλλά ο μεγαλύτερος του άθλος ήταν η σωτηρία 4.000 αμάχων. Έζησε ως ήρωας και πέθανε λησμονημένος.
Έμεινε στην Ιστορία ως ο πρώτος αρχικαπετάνιος του ένοπλου αγώνα. Ηγέτης, μορφωμένος, θαρραλέος. Στα χρόνια της Επανάστασης έγινε θρύλος και σύμβολο. Όμως πέθανε φτωχός, προδομένος από αυτούς που τον αποθέωσαν. Η μορφή του, για πολλούς, ακόμα αιωρείται ανάμεσα στη δόξα του ήρωα και τη σκιά της συκοφαντίας. Το όνομά του ήταν Νικήτας Σταματελόπουλος. Ο Νικηταράς.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, έτρεξε να πολεμήσει δίπλα στον θείο του, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Στη μάχη των Δολιανών, ο Νικηταράς έμεινε μόνος του να πολεμάει, σώζοντας την παράταξη από βέβαιη καταστροφή. Από τότε, τον αποκαλούσαν «Τουρκοφάγο», για τα αναρίθμητα κεφάλια που έριχνε με το σπαθί του.
Όμως ο μεγαλύτερος άθλος του δεν έγινε στο πεδίο της μάχης. Το 1826, όταν η Τριπολιτσά είχε πέσει και ο Ιμπραήμ σάρωνε την Πελοπόννησο, ο Νικηταράς βρέθηκε στη θέση του προστάτη των αμάχων. Πήρε 4.000 γυναικόπαιδα από το πολιορκημένο Ναύπλιο και κατάφερε να τα μεταφέρει με ασφάλεια στον Πόρο, ενώ οι εχθροί πλησίαζαν από παντού.
Η πράξη αυτή δεν ήταν στρατιωτικό κατόρθωμα. Ήταν ανθρώπινη υπέρβαση. Τα παιδιά και οι γυναίκες δεν είχαν να φάνε, οι κανονιοβολισμοί ακούγονταν από παντού, και πολλοί ήθελαν να τους αφήσουν πίσω. Ο Νικηταράς όμως, σαν πατέρας τους, τους πήρε όλους. Δεν ζήτησε αμοιβή. Δεν πήρε ποτέ τιμές γι’ αυτό.
Μετά την Επανάσταση, όταν οι αγωνιστές περίμεναν δικαιοσύνη και ελπίδα, ο Νικηταράς είδε τους παλιούς συντρόφους να παίρνουν αξιώματα, γαίες, επιδόματα. Εκείνος, επειδή δεν μπήκε ποτέ σε φατρίες και δεν έγινε «δικός» κανενός, έμεινε χωρίς σύνταξη. Κάποια στιγμή τον κατηγόρησαν ακόμα και για συνωμοσία.
Τον φυλάκισαν. Τον έκλεισαν στην Αίγινα. Χωρίς αποδείξεις. Χωρίς δίκη. Ο ήρωας των μαχών, ο προστάτης των αμάχων, βρέθηκε να ζει σε ένα κελί, άρρωστος και μόνος. Και όταν κάποτε βγήκε, δεν ήταν πια ο ίδιος. Ο λαός τον αγαπούσε, αλλά το κράτος έκανε πως δεν τον ξέρει.
Η τελευταία του εικόνα συγκλονίζει. Φτωχός, σχεδόν τυφλός, καθόταν στα σκαλιά της εκκλησίας και ζητούσε λίγα ψίχουλα για να ζήσει. Και όταν του έδιναν βοήθεια, έλεγε πάντα: «Ευχαριστώ. Είναι από τον Θεό, όχι από το κράτος». Δεν πρόδωσε ποτέ. Αλλά προδόθηκε.