Ήταν ο τελευταίος των Ζωσιμάδων. Πέθανε μόνος, αλλά είχε ήδη φτιάξει μια Ελλάδα που δεν είχε δει ποτέ
Ήταν ο τελευταίος των Ζωσιμάδων. Πέθανε μόνος, αλλά άφησε πίσω του σχολεία, βιβλία, νοσοκομεία και μια Ελλάδα που δεν είχε δει ποτέ ελεύθερη.
Όταν ο Νικόλαος Ζωσιμάς πέθανε το 1842, δεν είχε οικογένεια. Δεν είχε γυναίκα. Δεν είχε παιδιά. Δεν είχε πια ούτε αδερφούς. Ήταν ο τελευταίος από τους έξι. Είχε όμως αφήσει πίσω του σχολεία, βιβλιοθήκες, πτωχοκομεία, νοσοκομεία, ένα νομισματικό μουσείο, εκατοντάδες τίτλους βιβλίων και μια πατρίδα που δεν έζησε ελεύθερη όσο ήταν νέος, αλλά βοήθησε να γεννηθεί.
Γεννήθηκε το 1759 στα Ιωάννινα, την εποχή που ακόμα οι σκιές των διδασκάλων του γένους περπατούσαν στα σοκάκια. Έμαθε γράμματα στην πατρίδα του και μετά έφυγε. Πήγε στο Λιβόρνο. Δεν άντεξε πολύ. Ο θάνατος του αδερφού του Ιωάννη τον τράβηξε βόρεια, στη Ρωσία. Εκεί άρχισε η χρυσή εποχή των Ζωσιμάδων.
Στη Νίζνα και στη Μόσχα, με εμπόριο καπνού, υφασμάτων και ψαριών, χτίζουν μια αυτοκρατορία χωρίς παλάτια. Μόνο με ράφια, βιβλία και νομίσματα. Ο πλούτος τους δεν είχε πια μέτρημα. Και αντί να μετράνε τα ρούβλια, μετρούσαν σελίδες. Χρηματοδότησαν την Ελληνική Βιβλιοθήκη του Κοραή. Έδωσαν τα χρήματα που κράτησαν ζωντανή την ελληνική γλώσσα σε τυπογραφεία και σχολεία.
Όταν ο αγώνας ξεκίνησε, δεν χρειάστηκε να τους καλέσει κανείς. Ο Νικόλαος ήταν ήδη μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Είχε επαφές με τον Καποδίστρια, είχε στείλει χρήματα για τον ξεσηκωμό στη Μολδοβλαχία και στον ελληνικό χώρο. Όμως τα μεγαλύτερα έργα του δεν ήταν της φωτιάς και του σπαθιού. Ήταν της πένας.
Μετά τον θάνατο του αδερφού του Ζώη, τα χρήματα τους έγιναν η Ζωσιμαία Σχολή. Το καλύτερο σχολείο των Ιωαννίνων, το στολίδι του Ηπειρωτικού Διαφωτισμού. Στην Πάτμο, έχτισαν ορφανοτροφείο. Στην Αθήνα, ίδρυσαν το Νομισματικό Μουσείο. Η συλλογή τους ήταν από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης.
Στα γεράματά του έγινε από τους πρώτους μεγαλομετόχους της νεοσύστατης Εθνικής Τράπεζας. Όταν πέθανε, η διαθήκη του δεν είχε ούτε ένα σεντ για συγγενείς. Όλα για τους φτωχούς. Για να χτιστεί νοσοκομείο και γηροκομείο. Για να εξοφληθούν χρέη φυλακισμένων. Για να πληρωθούν οι δάσκαλοι, να ταΐζονται οι μαθητές και να μην ξεμένει κανείς από βιβλίο.
Δεν έζησε στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Δεν έμαθε ποτέ πόσοι έμαθαν γράμματα χάρη σε αυτόν. Πόσοι ξέφυγαν από τη φτώχεια, όχι με όπλα, αλλά με λέξεις. Αλλά άφησε πίσω του κάτι πολύ μεγαλύτερο από οικογένεια ή τάφο: άφησε μέλλον.