Ήθελε να γίνει ο νέος Μέγας Αλέξανδρος αλλά τελικά την βρήκε από μια γιαγιά με ένα κεραμίδι
Ο Πύρρος της Ηπείρου ήθελε να συνεχίσει εκεί που σταμάτησε ο Αλέξανδρος
Δεν ήταν απλώς βασιλιάς της Ηπείρου. Ο Πύρρος ήθελε να γίνει κάτι μεγαλύτερο. Ήθελε να ξαναγράψει την Ιστορία. Να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε ο Αλέξανδρος. Ήθελε να γίνει ο Έλληνας που θα νικούσε τη Ρώμη, που θα κατακτούσε τη Σικελία, που θα περνούσε στη Λιβύη. Ένας νέος στρατηλάτης. Με ελέφαντες, φάλαγγες και ιδιοφυΐα.
Από μικρός μεγάλωσε στην εξορία. Ο πατέρας του εξορίστηκε, οι εχθροί του πήραν το θρόνο, αλλά εκείνος σώθηκε από μια γυναίκα στην Ιλλυρία και υιοθετήθηκε από ξένο βασιλιά. Τον επανέφεραν όταν ήταν μόλις 12 χρονών. Μέχρι τα 17 του είχε χάσει τον θρόνο δυο φορές.
Παντρεύτηκε την Αντιγόνη, κόρη της Βερενίκης της Αιγύπτου. Ο Πτολεμαίος τον αγάπησε σαν γιο του. Του έδωσε στρατό και χρήματα για να επιστρέψει στην πατρίδα του. Και εκείνος γύρισε. Έγινε βασιλιάς. Σκότωσε τον αντίπαλό του σε ένα φαγοπότι, αφού πρώτα τον προσκάλεσε σε ειρηνικό δείπνο.
Ήταν ο πρώτος Έλληνας που πολέμησε τους Ρωμαίους. Στην Ηράκλεια και το Άσκλο τους νίκησε. Αλλά κάθε νίκη τού στοίχιζε και μια φλέβα από το ίδιο του το σώμα. Όταν του έδωσαν συγχαρητήρια είπε: «Αν νικήσουμε άλλη μία φορά τους Ρωμαίους, θα χαθούμε».
Έγινε βασιλιάς της Σικελίας. Τους έδιωξε όλους: Καρχηδόνιους, Μαμερτίνους, τυράννους. Αλλά στο τέλος όλοι τον μίσησαν. Τον έβλεπαν σαν τύραννο. Οι πόλεις τον κάλεσαν, τον λάτρεψαν, τον απέρριψαν.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, δεν ήταν πια ο απλός ηγεμόνας της Ηπείρου. Είχε πια κατακτήσει τη Μακεδονία. Ο Αντίγονος Γονατάς τράπηκε σε φυγή. Αλλά ο Πύρρος δεν σταμάτησε εκεί.
Πήγε στη Σπάρτη. Νόμιζε πως θα την πάρει σε μια μέρα. Οι γυναίκες άνοιξαν χαντάκια, οι γέροι βγήκαν με μαχαίρια, οι νέοι τον περικύκλωσαν. Έχασε τη μάχη. Έχασε τον γιο του. Και δεν είχε πια καιρό για πένθος.
Τελευταία του προσπάθεια, το Άργος. Εκεί η τύχη τον εγκατέλειψε. Μπήκε νύχτα στην πόλη. Οι ελέφαντες του κόλλησαν στις πύλες. Οι δικοί του μπερδεύτηκαν: άλλοι έμπαιναν, άλλοι έβγαιναν. Οι δρόμοι ήταν στενοί. Έπεσε χάος. Ο Πύρρος πολεμούσε μόνος.
Και τότε ήρθε η γιαγιά. Πάνω από μια ταράτσα, είδε το παιδί της να κινδυνεύει από τον βασιλιά. Και του πέταξε ένα κεραμίδι στο κεφάλι. Το χτύπημα τον παρέλυσε. Έπεσε. Και πριν καταλάβει τι συνέβη, τον αποκεφάλισε κάποιος στρατιώτης. Άτεχνα. Αργά. Σκληρά.
Τον έθαψαν με τιμές. Ο εχθρός του, ο Αντίγονος, θρήνησε πάνω από το σώμα του. Είπε: «Έτσι καταλήγουν οι μεγαλύτεροι». Και είχε δίκιο. Ο Πύρρος δεν έχτισε αυτοκρατορία. Αλλά όποιος τον είδε να πολεμά, δεν τον ξέχασε ποτέ.