Κατέβασε τη φουστανέλα και έδειχνε τα οπίσθιά του αλλά δεν πήγε καλά αυτό
Ο Καραϊσκάκης χλεύασε τον εχθρό σηκώνοντας τη φουστανέλα του μετά από μάχη, αλλά η πρόκλησή του είχε κόστος
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης δεν ήταν ένας απλός οπλαρχηγός. Ήταν μια ιδιοσυγκρασιακή προσωπικότητα, γεμάτη αντιφάσεις, βωμολοχίες, αλλά και μια απέραντη αφοσίωση στον αγώνα για την ελευθερία. Ήταν ο άνθρωπος που έζησε σε σπηλιές, μιλούσε με τρόπο που θα σόκαρε ακόμα και τους δικούς του συμπολεμιστές και δεν δίσταζε να προσβάλει ευθέως πασάδες, δεσποτάδες και προκρίτους. Αλλά πάνω απ’ όλα, ήταν κάποιος που η ιστορία δεν μπορούσε να τον αγνοήσει. Και μια από τις πιο περίεργες στιγμές του, συνέβη το 1821, στο Κομπότι της Άρτας.
Ήταν Ιούνιος. Ο Καραϊσκάκης είχε ήδη αναπτύξει σοβαρή δράση στην περιοχή, ηγούμενος μιας ομάδας ανδρών που είχαν οχυρωθεί και προετοίμαζαν επίθεση κατά των Οθωμανών. Η μάχη που ακολούθησε ήταν έντονη, γεμάτη καπνό, φωνές και αίμα. Οι Έλληνες, σε μια επίδειξη αποφασιστικότητας, κατάφεραν να απωθήσουν τους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν να υποχωρούν μέσα από τα βουνά.
Και τότε συνέβη κάτι απίστευτο. Ο Καραϊσκάκης, που δεν ήταν ποτέ άνθρωπος του μέτρου, ανέβηκε σε ένα βράχο, πάνω από το πεδίο της μάχης, και με μια κίνηση γεμάτη ειρωνεία και πρόκληση, κατέβασε τη φουστανέλα του και έδειξε τα οπίσθιά του στους υποχωρούντες Τούρκους. Η κίνηση αυτή, που στα μάτια του φαινόταν σαν φυσική συνέχεια της νίκης, σαν μια σκηνή ατίμωσης του εχθρού, θα τον πλήγωνε με τον πιο κυριολεκτικό τρόπο.
Από την άλλη πλευρά, κάποιος Τούρκος σκοπευτής, βλέποντας τον αρχηγό έτσι εκτεθειμένο, δεν έχασε την ευκαιρία. Σήκωσε το όπλο του, σημάδεψε και πυροβόλησε. Η σφαίρα βρήκε τον Καραϊσκάκη στον μηρό και στα γεννητικά όργανα, προκαλώντας του σοβαρό τραύμα. Ο οπλαρχηγός κατέρρευσε και μεταφέρθηκε αμέσως για φροντίδα. Η ενέργειά του, που για τους περισσότερους θα ήταν αδιανόητη, ήταν για εκείνον απλώς μία ακόμη έκφραση της ατίθασης φύσης του.
Το περιστατικό δεν καταγράφηκε σε επίσημες αναφορές της εποχής με λεπτομέρειες, αλλά οι περιγραφές που διασώθηκαν από αγωνιστές της εποχής και απομνημονευματογράφους το περιγράφουν με ακρίβεια και με την έντονη χρωματική παλέτα που ταιριάζει στον Καραϊσκάκη. Η τραγική ειρωνεία ήταν πως η στιγμή του απόλυτου θριάμβου του έγινε και αιτία του πιο ταπεινωτικού του τραυματισμού.
Ο Καραϊσκάκης όμως δεν λύγισε. Αν και ο τραυματισμός του τον ταλαιπώρησε για καιρό, συνέχισε να πολεμά, να προκαλεί, να καθοδηγεί και να ζει στο όριο. Η φουστανέλα του δεν ήταν ποτέ απλά ένα ένδυμα· ήταν σύμβολο και μέσο έκφρασης. Ακόμη κι όταν τη σήκωνε με θράσος, το έκανε ως δηλωτική πράξη υπεροχής – έστω κι αν αυτή γύρισε μπούμερανγκ.