Ο Άγγλος που περιηγήθηκε στην Κρήτη το 1610 και κατέγραψε έναν λαό που δεν υποτασσόταν
Ο Άγγλος George Sandys περιηγήθηκε στην Κρήτη το 1610 και κατέγραψε έναν λαό περήφανο, εργατικό και ανυπότακτο μέσα στη βενετσιάνικη κυριαρχία.
Ο George Sandys ήταν Άγγλος λόγιος, ποιητής και περιηγητής. Γεννημένος το 1578, γιος του Αρχιεπισκόπου του Γιορκ, έζησε σε μια εποχή που η Ευρώπη ανακάλυπτε τον εαυτό της μέσα από τα ταξίδια. Το 1610 ξεκίνησε ένα μεγάλο οδοιπορικό στην Ανατολή. Από τη Βενετία πέρασε στην Κρήτη, τότε υπό βενετσιάνικη κυριαρχία, και κατέγραψε με ακρίβεια τα όσα είδε. Οι σημειώσεις του εκδόθηκαν το 1615 στο βιβλίο A Relation of a Journey Begun An. Dom. 1610. Είναι ένα από τα πρώτα ευρωπαϊκά χρονικά που περιγράφουν τη Μεσόγειο με λεπτομέρεια και αμεσότητα.
Στην ενότητα για την Κρήτη, ο Sandys ξεκινά με μια φράση που δείχνει το βλέμμα του ταξιδιώτη και του παρατηρητή. Γράφει πως το νησί είναι «μεγάλο, βουνίσιο και εύφορο», κατοικημένο από ανθρώπους «δυνατούς και περήφανους». Περιγράφει τα βουνά σαν φυσικά τείχη, που κάνουν το νησί δύσκολο να κατακτηθεί. Αναφέρει τον Ψηλορείτη και τη Δίκτη, τις κορυφές που του φάνηκαν «ψηλές και τραχιές». Σημειώνει ότι μέσα σε αυτές «οι άνθρωποι ζουν σκληρά, αλλά χωρίς να παραπονιούνται».
Για τον ίδιο, η Κρήτη ήταν ένα μίγμα από παλιά δόξα και επίμονη ζωή. Παρατηρεί τα κάστρα των Βενετών και τη στρατιωτική παρουσία. Ωστόσο, επιμένει στους κατοίκους. «Οι Κρητικοί είναι ψηλοί, ρωμαλέοι και γενναίοι» γράφει, «επιτήδειοι στα όπλα και ακούραστοι στη δουλειά». Εντυπωσιάζεται από το ότι σχεδόν κάθε άντρας γνωρίζει να κρατά ξίφος ή τόξο. Ακόμη και σε περιόδους ειρήνης ζουν σαν να είναι έτοιμοι για μάχη. Σημειώνει επίσης ότι οι γυναίκες είναι «καλαίσθητες και δραστήριες». Συμμετέχουν στα πανηγύρια με «χάρη και αυτοπεποίθηση».
Στο κεφάλαιο για την Κάντια, την πρωτεύουσα του νησιού, ο Sandys περιγράφει μια πόλη ζωντανή και πολύβουη. Στο λιμάνι, λέει, «συναντά κανείς πλοία από κάθε γωνιά της Μεσογείου». Ο ίδιος βλέπει να φορτώνονται κρασί, λάδι και σταφίδα για τη Βενετία. Στην αγορά συνυπάρχουν Έλληνες, Ενετοί και Εβραίοι έμποροι. Οι δρόμοι είναι στενοί, τα σπίτια πέτρινα, και πάνω απ’ όλα δεσπόζει το μεγάλο φρούριο. Πρόκειται για «ένα έργο ισχυρό, που θυμίζει την επιμονή του νησιού να παραμένει όρθιο».
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου του αφορά τα πανηγύρια. Γράφει πως «οι Κρητικοί είναι οι καλύτεροι χορευτές απ’ όσους συνάντησα». Χορεύουν ο ένας γύρω από τον άλλον με θάρρος και τέχνη. Τον εντυπωσιάζει η λύρα, την οποία περιγράφει ως «όργανο που κρατούν με το χέρι και παίζουν με τόξο». Αποδίδει ήχους που θυμίζουν το σφύριγμα του ανέμου στα βουνά. Αναφέρει ότι η μουσική αυτή είναι παντού, από τα σπίτια ως τα χωράφια. Ο λαός της Κρήτης τραγουδά όπως εργάζεται, χωρίς να σταματά.
Για τα μοναστήρια, ο Sandys σημειώνει ότι βρίσκονται «όχι σε απομόνωση, αλλά ανάμεσα στους ανθρώπους». Οι μοναχοί, λέει, δεν ζουν μόνο με προσευχή, αλλά συμμετέχουν στην κοινωνία. Βοηθούν στα χωράφια και διδάσκουν στα παιδιά. Αυτή η παρατήρηση δείχνει το πώς έβλεπε την ορθόδοξη πίστη να συνυπάρχει με την ξένη διοίκηση χωρίς να χάνεται. Οι λειτουργίες γίνονται στα ελληνικά, τα έθιμα τηρούνται, και οι άνθρωποι κρατούν τις γιορτές τους με την ίδια ένταση που εργάζονται.
Στην ενδοχώρα, ο Sandys γράφει για χωριά που «φαίνονται από μακριά σαν πέτρες απλωμένες στις πλαγιές». Οι άνθρωποι εκεί, σημειώνει, είναι αυτάρκεις και σκληροτράχηλοι. «Καλλιεργούν τη γη τους, φτιάχνουν κρασί και τυρί, ζουν με ό,τι παράγουν και δεν περιμένουν τίποτα από άλλους». Αυτό το πνεύμα ανεξαρτησίας τον εντυπωσίασε. Το συνδέει με την αρχαία τους καταγωγή. «Η φύση του νησιού», γράφει, «είναι να μη σκύβει εύκολα το κεφάλι».
Αναφέρει και τις δυσκολίες της ζωής. Μιλά για «φορολογίες που επιβάλλουν οι Ενετοί», για εμπόρους που εκμεταλλεύονται την παραγωγή, αλλά και για ανθρώπους που, παρά την πίεση, επιμένουν να διατηρούν την αξιοπρέπειά τους. «Οι φτωχοί εργάζονται χωρίς γκρίνια και οι πλούσιοι δείχνουν ευγένεια» σημειώνει, μια φράση που δείχνει τη δίκαιη ματιά του περιηγητή.
Τελειώνοντας την περιγραφή του, ο Sandys σημειώνει πως «η Κρήτη είναι δύσκολη να κυβερνηθεί, μα εύκολη να αγαπηθεί». Η φράση αυτή, απλή αλλά εύστοχη, συνοψίζει όσα είδε. Ένα νησί στρατηγικό, γεμάτο κάστρα, χωριά και αγρούς, με ανθρώπους που κρατούν τον τρόπο τους. Δεν έγραψε για μυθικούς θεούς, αλλά για πραγματικούς ανθρώπους. Αυτοί ζούσαν ανάμεσα στη θάλασσα και στα βουνά, με το ίδιο πείσμα που είχαν οι πρόγονοί τους αιώνες πριν.