Ο Έλληνας που αρνήθηκε να υποκύψει στους ληστές και έγινε σύμβολο μιας εποχής γεμάτης αντιφάσεις
Σκαρλάτος Σούτσος, ο Έλληνας που αντιστάθηκε στους ληστές του Δήλεσι αλλά πλήρωσε το τίμημα μιας εποχής γεμάτης πολιτικά πάθη και εθνικές κρίσεις.
Ο Σκαρλάτος Σούτσος υπήρξε μια από τις πιο ισχυρές και αμφιλεγόμενες μορφές της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Γεννημένος το 1806 στο Βουκουρέστι μέσα στην περίφημη φαναριώτικη οικογένεια των Σούτσων, μεγάλωσε ανάμεσα σε τίτλους, αυλές και διπλωματίες. Ήταν γιος του Αλέξανδρου Σούτσου, τελευταίου ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, και της Ευφροσύνης Καλλιμάχη, μέλους μιας άλλης επιφανούς φαναριώτικης δυναστείας. Από μικρός γνώρισε την πολιτική ως οικογενειακή υπόθεση και την εξουσία ως καθημερινότητα. Η καριέρα του Σκαρλάτου Σούτσου συνέβαλε στην πολιτική σκηνή της εποχής.
Η εκπαίδευσή του ήταν σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής. Με υποτροφία του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α′, φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Μονάχου και αποφοίτησε το 1828, σε μια περίοδο που η Ελλάδα μόλις προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά την Επανάσταση. Εκεί διδάχτηκε τις αρχές της ευρωπαϊκής στρατιωτικής τακτικής, τις οποίες μετέφερε αργότερα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Το ίδιο έτος κατατάχθηκε στο πυροβολικό και σύντομα κέρδισε τη θέση του πρώτου καθηγητή Πυροβολικής στη Σχολή Ευελπίδων, ιδρυτής ουσιαστικά της στρατιωτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Ο ρόλος του Σκαρλάτου Σούτσου ήταν καίριος σε αυτό.
Η σταδιοδρομία του δεν άργησε να τον φέρει κοντά στην αυλή. Το 1837 διορίστηκε υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα, και αργότερα, το 1864, έγινε αυλάρχης του βασιλιά Γεωργίου Α′. Οι δύο αυτοί διορισμοί αποτύπωναν τη διαρκή του παρουσία στα κέντρα εξουσίας, ως άνθρωπος με κύρος και εμπιστοσύνη, αλλά και με τη χαρακτηριστική ευλυγισία των φαναριωτών που μπορούσαν να επιβιώνουν σε κάθε καθεστώς. Ο Σκαρλάτος Σούτσος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις.
Η πρώτη του μεγάλη πολιτική δοκιμασία ήρθε το 1853, όταν ανέλαβε Υπουργός Στρατιωτικών λίγο πριν τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Οργάνωσε τα τότε άτακτα σώματα σε εκστρατευτικούς σχηματισμούς για να δράσουν σε Ήπειρο και Θεσσαλία, με όραμα να ανακτήσει η Ελλάδα εδάφη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις επενέβησαν βίαια. Η Αγγλογαλλική κατοχή του Πειραιά το 1854 τον ανάγκασε να παραιτηθεί, δείχνοντας όμως την εθνική του υπερηφάνεια και την άρνησή του να αποδεχθεί ταπεινώσεις.
Η Σφαγή του Δήλεσι και η πτώση ενός Υπουργού
Το 1870, ενώ ήταν ξανά υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Θρασύβουλου Ζαΐμη, ξέσπασε το γεγονός που θα στιγμάτιζε για πάντα το όνομά του. Μια ομάδα Άγγλων και Ιταλών περιηγητών απήχθη κοντά στο Πικέρμι από τους ληστές Αρβανιτάκηδες, οι οποίοι ζητούσαν 50.000 λίρες και πλήρη αμνηστία. Η Σφαγή στο Δήλεσι αποτέλεσε ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας και καθόρισε την πορεία της πολιτικής ζωής. Η βρετανική πρεσβεία πίεζε για συνθηκολόγηση, αλλά ο Σούτσος αρνήθηκε κατηγορηματικά. Θεωρούσε πως το κράτος δεν μπορούσε να γονατίσει μπροστά σε εγκληματίες. Η απόφασή του όμως θα είχε φονικές συνέπειες.
Καθώς η κυβέρνηση καθυστερούσε την απάντησή της, οι ληστές αγρίεψαν. Στις 9 Απριλίου 1870, κοντά στο Δήλεσι, εκτέλεσαν τέσσερις ομήρους, ανάμεσά τους τον λόρδο Φρέντερικ Βάινερ και τον κόμη Αλμπέρτο ντε Μπόιλ. Η Ελλάδα συγκλονίστηκε. Ο ευρωπαϊκός Τύπος κατήγγειλε τη χώρα ως άντρο βαρβαρότητας και οι διπλωματικές σχέσεις με τη Βρετανία κλονίστηκαν. Ο Σούτσος βρέθηκε στο επίκεντρο της θύελλας.
Η αντιπολίτευση του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη τον κατηγόρησε ότι, ως μεγαλοϊδιοκτήτης της Αττικής, είχε σχέσεις με συμμορίες ληστών που προστάτευαν τις εκτάσεις του. Οι φήμες φούντωσαν, ειδικά επειδή ο Σούτσος κατείχε πάνω από 200.000 στρέμματα γης σε Αττική, Κιούρκα και Σούλι. Ανάμεσά τους και το κτήμα του Τατοΐου, που αργότερα πούλησε στον βασιλιά Γεώργιο Α′ έναντι 300.000 δραχμών.
Για να υπερασπιστεί την τιμή του, κάλεσε σε μονομαχία τον συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο, τον οποίο τραυμάτισε σοβαρά. Η πράξη αυτή δεν μπορούσε όμως να αποκαταστήσει το κύρος του. Ο Σκαρλάτος Σούτσος παραιτήθηκε και σύντομα ολόκληρη η κυβέρνηση Ζαΐμη κατέρρευσε. Το Δήλεσι έγινε σημείο καμπής, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για την εικόνα της Ελλάδας στην Ευρώπη.
Παρά την κατακραυγή, ο Σκαρλάτος Σούτσος συνέχισε να υπηρετεί τη χώρα. Το 1878, με τον βαθμό του υποστράτηγου, ανέλαβε την ηγεσία της εκστρατείας στη Θεσσαλία. Οδήγησε τον στρατό μέχρι τον Δομοκό και τη Λάρισα, αλλά αναγκάστηκε να αποσυρθεί ύστερα από διεθνείς πιέσεις. Είχε ωστόσο καταφέρει να ενσαρκώσει τον συνδυασμό στρατιωτικής πειθαρχίας και πολιτικής ευγένειας, κάτι που ελάχιστοι αξιωματικοί της εποχής μπορούσαν.
Η προσωπική του ζωή ήταν εξίσου πολυσύνθετη. Η σύζυγός του Ελπίδα Καντακουζηνού προερχόταν από μια άλλη ιστορική οικογένεια. Ο πατέρας της, Αλέξανδρος Καντακουζηνός, είχε διατελέσει πρίγκιπας της Μολδοβλαχίας και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Με την Ελπίδα απέκτησε δύο παιδιά. Τον Δημήτριο Σούτσο, που έγινε δήμαρχος Αθηναίων από το 1879 έως το 1887, και την Ελίζα Σούτσου, διανοούμενη και μεταφράστρια που συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Ο Δημήτριος Σούτσος διακρίθηκε στην τοπική πολιτική και αποτελεί συνέχεια της οικογενειακής παράδοσης της εξουσίας και του κοινωνικού κύρους. Η πολιτική αυτή συνέχεια αποδεικνύει την ανθεκτικότητα της φαναριώτικης και κτηματικής ολιγαρχίας, της οποίας το πολιτικό κεφάλαιο και ο πλούτος υπερίσχυαν της δημόσιας κατακραυγής και των διπλωματικών πιέσεων.
Ο Σκαρλάτος Σούτσος πέθανε το 1887 στην Αθήνα, σε ηλικία 81 ετών. Η ζωή του συνδύαζε τη λάμψη και τις αντιφάσεις μιας ολόκληρης εποχής. Ήταν ο άνθρωπος που προσπάθησε να φέρει την πειθαρχία του Μονάχου στην άναρχη ελληνική πραγματικότητα, που τίμησε την πατρίδα του αλλά και παρασύρθηκε από τα ίδια του τα πάθη.
Για κάποιους ήταν ο πατέρας της στρατιωτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, για άλλους το σύμβολο της φαναριώτικης αλαζονείας. Το σίγουρο είναι πως ο Σκαρλάτος Σούτσος έζησε ανάμεσα στην τιμή και στη διαπλοκή, στην πίστη προς το έθνος και στην ανάγκη διατήρησης της εξουσίας. Η μονομαχία του, οι παραίτησεις του και οι νίκες του αποτυπώνουν τον διχασμό μιας εποχής όπου ο στρατός, η αυλή και οι ληστές ήταν πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Στην ιστορία έμεινε ως ο άνθρωπος που αντιστάθηκε στους ληστές και ταυτόχρονα ως εκείνος που η κοινωνία υποψιαζόταν ότι τους χρησιμοποιούσε. Μια φυσιογνωμία που περπάτησε στην κόψη του ξίφους ανάμεσα στην τιμή και την καχυποψία, αφήνοντας πίσω του το αποτύπωμα μιας Ελλάδας που προσπαθούσε να γίνει κράτος μέσα από τα ίδια της τα τραύματα. Η κληρονομιά του Σκαρλάτου Σούτσου παραμένει αμφιλεγόμενη.