Ο Έλληνας που έγινε εμίρης στη Σικελία, έκαψε την Κόρινθο και απείλησε την Κωνσταντινούπολη με 40 πλοία
εννήθηκε στην Αντιόχεια, μεγάλωσε στις αυλές των Αράβων και κατέληξε εμίρης στη Σικελία. Λεηλάτησε την Αθήνα, έκαψε την Κόρινθο και στόχευσε την Πόλη με 40 πλοία.
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας. Είχε πατέρα Έλληνα, τη μητέρα του από την Τυνησία, και τη μοίρα του στα χέρια του. Τον έλεγαν Γεώργιο τον Αντιοχέα. Σε εποχές που άλλοι Έλληνες ζούσαν σε μοναστήρια ή πίσω από τείχη, εκείνος αλλαξοπίστεψε καριέρα, όχι πίστη. Βρέθηκε στην αυλή του Αλ-Μουΐζζ στην Αφρική, μα όταν έχασε την εύνοια, ντύθηκε σαν κοινός ναύτης και πέρασε κρυφά στη Σικελία. Εκεί, αντί να ζητιανεύει, μπήκε κατευθείαν στο παλάτι.
Ο Ρογήρος Β΄, ο Νορμανδός ηγεμόνας, διέκρινε κάτι σε εκείνον. Ο Γεώργιος μιλούσε αραβικά, ελληνικά και τη γλώσσα της εξουσίας. Έγινε διοικητής στόλου, κατάσκοπος, απεσταλμένος, στρατηγός, εμίρης. Και το 1127, διαδέχθηκε τον θρυλικό Χριστόδουλο στη θέση του εμίρη του Παλέρμο. Οι τίτλοι του: “άρχων των αρχόντων” και “εμίρης των εμίρηδων” — ammiratus ammiratorum.
Η Σικελία έπαψε να είναι νησί. Έγινε βασίλειο που άπλωνε από τη Νάπολη ώς την Τυνησία. Και ο Γεώργιος ήταν το μαχαίρι και το πηδάλιο του Ρογήρου. Με έξι πλοία υπέταξε το Μπάρι. Πολιόρκησε το Αμάλφι. Έκλεισε λιμάνια, συνέθλιψε επαναστάτες, και έγινε το δεξί χέρι του βασιλιά.
Το 1147 όμως, τα βλέμματα γύρισαν προς την Ελλάδα. Ο Ρογήρος ήθελε να τιμωρήσει τους Βυζαντινούς. Ο Γεώργιος έφυγε από το Οτράντο με 70 γαλέρες. Κατέλαβε την Κέρκυρα — όχι με αίμα, αλλά με υποσχέσεις σε εξαντλημένους κατοίκους. Μετά ήρθε η Αθήνα, η Θήβα, η Κόρινθος. Στη Θήβα άρπαξε τους Εβραίους υφαντές, τους καλύτερους μεταξουργούς της Ανατολής, και τους πήρε μαζί του. Στην Κόρινθο, λεηλάτησε τα πάντα. Και πήρε και τα λείψανα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνα, σαν να ήθελε να πει: “εγώ διαλέγω ποια ιερά είναι ιερά”.
Το 1149, με 40 πλοία, έφτασε μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Οι Βυζαντινοί τον είδαν από τα τείχη. Εκείνος προσπάθησε να βγει στη στεριά — δεν τα κατάφερε. Έκαψε μερικές επαύλεις στην ασιατική ακτή και, σύμφωνα με τις πηγές, εκτόξευσε βέλη προς το Ιερόν Παλάτιον. Δεν μπήκε στην Πόλη. Μα η σκιά του έπεσε πάνω της.
Κι όμως, αυτός ο σκληρός, αμείλικτος άντρας, έχτισε έναν από τους ωραιότερους ναούς του μεσαιωνικού κόσμου. Στο Παλέρμο, ίδρυσε τον ναό της Παναγίας του Αμιράλη — γνωστή σήμερα ως Μαρτοράνα. Μέσα, τον απεικόνισε γονατιστό να προσφέρει τον ναό στην Παναγία, με την παράκληση: “Τον δούλο σου, Γεώργιον, τον πρώτον άρχοντα, φύλαξέ τον, τέκνον μου, και λύτρωσέ τον από κάθε αμαρτία.”
Ο Γεώργιος δεν ήταν αυτοκράτορας, αλλά κράτησε βασίλεια στα χέρια του. Δεν έφτιαξε δυναστεία, αλλά έχτισε ναούς και πόλεις. Δεν πολέμησε για την Ελλάδα, αλλά γεννήθηκε από αυτήν. Όταν πέθανε το 1151, οι Άραβες τον έβλεπαν σαν προδότη, οι Νορμανδοί σαν ήρωα, και οι Έλληνες… σαν άγνωστο.
Μα εκείνος είχε ήδη γράψει το όνομά του με βέλη, καράβια, μωσαϊκά και φωτιά. Ήταν ο Έλληνας που έγινε εμίρης. Και τα τείχη της Πόλης τον θυμούνται ακόμα.