Ο Έλληνας που έτρωγε με τον Γαλιλαίο και βάφτισε την εφεύρεση που άλλαξε το Σύμπαν
Πριν υπάρξει το τηλεσκόπιο, υπήρχε ένας Έλληνας που ήξερε πώς να το ονομάσει.
Γεννήθηκε στην Κεφαλονιά, αλλά δεν έμεινε εκεί. Ο Ιωάννης Δημησιάνος ήταν από εκείνους τους Έλληνες που, πριν προλάβει να τον ανακαλύψει η Ιστορία, είχε ήδη ανακαλύψει αυτός τις λέξεις της. Μιλούσε ελληνικά, λατινικά, καταλάβαινε θεολογία και μαθηματικά. Και όταν ο κόσμος άρχισε να κοιτάει προς τα πάνω, εκείνος ήξερε ήδη πώς να το περιγράψει.
Το 1611, έξω από τη Ρώμη, οργανώθηκε ένα συμπόσιο που έμελλε να γράψει ιστορία. Ήταν εκεί ο ίδιος ο Γαλιλαίος, προσκεκλημένος της Ακαδημίας των Λυγκών — μιας ομάδας επιστημόνων και φιλοσόφων που ήθελαν να μελετήσουν τη φύση με τα «μάτια του λύγκα». Και μαζί του ήταν κι αυτός: ένας Έλληνας που δεν είχε ακόμα πει τη λέξη που θα τον έκανε αθάνατο.
Μετά το δείπνο, ο Γαλιλαίος έστησε τη διόπτρα του. Τους έδειξε τους δορυφόρους του Δία, τα άστρα που δεν είχαν όνομα, τους κρατήρες της Σελήνης. Όλοι έμειναν άφωνοι. Όμως ήταν ο Δημησιάνος που, σαν κάποιος που είχε καταλάβει κάτι βαθύτερο, έδωσε σ’ εκείνο το όργανο τη λέξη που δεν υπήρχε ακόμα: τηλεσκόπιο.
Τηλέ — δηλαδή μακριά. Σκοπείν — δηλαδή παρατηρώ. Ο Φεντερίκο Τσέζι, ιδρυτής της Ακαδημίας, ενθουσιάστηκε. Η λέξη άρεσε και στον ίδιο τον Γαλιλαίο. Κι από εκείνο το δείπνο, μια ελληνική λέξη έγινε το όνομα του εργαλείου που θα αποκάλυπτε το Σύμπαν.
Ο Δημησιάνος πέθανε το 1614. Δεν άφησε πίσω του βιβλία, θεωρίες ή πίνακες. Μόνο μια λέξη. Αλλά ήταν η λέξη που συνόδεψε την πιο καθοριστική στιγμή στην ιστορία της παρατήρησης του κόσμου.
Σήμερα, κανείς δεν θυμάται το πρόσωπό του. Δεν υπάρχει πορτρέτο του. Κανένα άγαλμα. Κανένα σχολείο. Αλλά κάθε φορά που κάποιος λέει τη λέξη «τηλεσκόπιο», μιλά ελληνικά. Και τον δικαιώνει.