Ο Έλληνας συνθέτης που είχε όραμα να αλλάξει τη μουσική της Ευρώπης. Τον σταμάτησε μια στροφή και άφησε πίσω του μουσική που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει.
Συνθέτης, φιλόσοφος, οραματιστής. Ο Γιάννης Χρήστου πέθανε στα 44 του σε μια στροφή, αφήνοντας πίσω μουσική από άλλες διαστάσεις.
Γεννήθηκε στην Ηλιούπολη του Καΐρου, μεγάλωσε μέσα στη διανόηση της ελληνικής Αλεξάνδρειας και πέθανε στην Αθήνα — τη μέρα των γενεθλίων του. Ο Γιάννης Χρήστου δεν ήταν απλώς συνθέτης. Ήταν ένα μεταφυσικό φαινόμενο με παρτιτούρα. Είχε στόχο να ξεπεράσει τη μουσική όπως την ξέρουμε. Και λίγο πριν το καταφέρει, ένας στύλος στην άσφαλτο έβαλε τελεία.
Σπούδασε φιλοσοφία με τον Βιτγκενστάιν και τον Ράσελ, μουσική με μαθητές του Άλμπαν Μπεργκ και ψυχολογία με επιρροές από τον Καρλ Γιουνγκ. Δεν ήθελε να συνθέτει ήχους. Ήθελε να συνθέτει εμπειρίες, τελετές, υπαρξιακές δονήσεις. Κατέγραφε τα όνειρά του σε αρχεία που τα ονόμαζε “Dream Files”, εμπνεόταν από εκλείψεις, μυστήρια και τον φόβο του θανάτου — όχι ως τέλος, αλλά ως μετάβαση.
Έκανε λόγο για “πράξη” και “μεταπράξη” — για μουσικούς που κάποια στιγμή σταματούν να παίζουν βιολί και αρχίζουν να ουρλιάζουν. Δημιούργησε την έννοια της “μεταμουσικής”: μια μουσική που δεν αφορά ήχους αλλά γεγονότα, χειρονομίες, υπαρξιακά σύμβολα. Το κοινό δεν άκουγε. Συμμετείχε. Υπέφερε. Έβγαινε από την αίθουσα με κάτι να του έχει αλλάξει.
Η πιο φιλόδοξη του ιδέα ήταν να ολοκληρώσει μια Ορέστεια, ένα έργο κολοσσιαίο που θα περικλείει τα πάντα. Μουσική, μύθο, ψυχανάλυση, φιλοσοφία, τελετουργία, μυστήριο. Το ξεκίνησε. Αλλά δεν το τελείωσε ποτέ.
Το βράδυ της 8ης Ιανουαρίου 1970, ανήμερα των γενεθλίων του, το αυτοκίνητο που οδηγούσε η σύζυγός του έφυγε από τον δρόμο. Ο Χρήστου σκοτώθηκε ακαριαία. Εκείνη ξεψύχησε λίγες μέρες αργότερα. Όπως και ο αδερφός του, είχε πεθάνει σε τροχαίο, σε μια ανεξήγητη συμμετρία που έδεσε τη ζωή του με τον θάνατο.
Τα έργα του σήμερα αναλύονται, παίζονται, αποδομούνται, προβάλλονται με βίντεο, μαγνητοταινίες, ηθοποιούς, χορευτές και φωτισμούς. Και όμως, κανείς δεν μπορεί να τα εξηγήσει πλήρως. Γιατί ο Χρήστου δεν έφτιαχνε μουσική. Έφτιαχνε κωδικοποιημένα οράματα. Το μόνο που ήθελε ήταν να τα ξεκλειδώσει το κοινό, όχι να τα κατανοήσει.
Και ίσως να τα κατανοούσε κι εκείνος μόνο τη στιγμή που τα έγραφε.