Ο Έλληνας της Σμύρνης που μελοποιούσε Όμηρο και χάρισε 3.500 βιβλία για να ξυπνήσει το έθνος
Έγραφε με ψευδώνυμα, μελοποιούσε Όμηρο και χάρισε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη στην Ανδρίτσαινα.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη, στα 1786, την εποχή που η ελληνική αστική τάξη ακροβατούσε ανάμεσα στην Ορθοδοξία, τον Διαφωτισμό και την ξενιτιά. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανδρίτσαινα, αλλά η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στην πνευματικά ανήσυχη Σμύρνη, όπου ο νεαρός Κωνσταντίνος Νικολόπουλος φοίτησε για λίγα χρόνια στην Ευαγγελική Σχολή, εκεί που γενιές μορφωμένων Ρωμιών άκουγαν αρχαία ελληνικά και ιταλική όπερα στην ίδια εβδομάδα.
Το 1806 η οικογένειά του μεταναστεύει στο Παρίσι. Ο Νικολόπουλος πιάνει δουλειά ως βιβλιοθηκάριος στο Γαλλικό Ινστιτούτο, αλλά ποτέ δεν βλέπει τον εαυτό του ως υπάλληλο. Χρησιμοποιεί τον ελεύθερο χρόνο του για ιδιωτικές σπουδές, συμμετέχει σε κύκλους λογίων, γράφει άρθρα σε γαλλικά και ελληνικά περιοδικά, με ψευδώνυμα όπως «Αγαθόφρων Λακεδαιμόνιος» και «Ελληνόφρων Σαλαμίνιος». Δεν επιδιώκει φήμη. Επιθυμεί αφύπνιση.
Γίνεται φίλος και συνεργάτης του Αδαμάντιου Κοραή και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Παράλληλα εντάσσεται στο Ελληνικό Κομιτάτο και στη Φιλόμουσο Εταιρεία. Η δική του Επανάσταση όμως δεν κρατάει σπαθί αλλά παρτιτούρα. Πιστεύει ότι η τέχνη και η γνώση μπορούν να προετοιμάσουν ένα Έθνος πιο αποτελεσματικά κι από τα όπλα.
Μελετά με μανία την αρχαία ελληνική μουσική και προσπαθεί να την αναστήσει. Μελοποιεί το προοίμιο της Ιλιάδας του Ομήρου, αποσπάσματα από τις Ευμενίδες του Αισχύλου, τις Φοίνισσες του Ευριπίδη και, λίγο πριν πεθάνει, την Ολυμπιακή ωδή του Πινδάρου. Δεν γράφει για να ευχαριστήσει το κοινό της εποχής του. Γράφει για να θυμίσει τι σημαίνει να είσαι Έλληνας.
Συνθέτει και λειτουργικά κομμάτια για την Ορθόδοξη Εκκλησία: «Κύριε ελέησον», «Κύριε σώσον τους ευσεβείς», «Την Ωραιότητα». Είναι από τους πρώτους που προσπαθούν να ενώσουν τη βυζαντινή παράδοση με την πολυφωνική δομή της δυτικής μουσικής. Οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή την καινοτομία χάθηκαν. Μένει όμως το έργο του.
Δεν ξοδεύει τα χρόνια του μαζεύοντας τιμές. Όταν πεθαίνει ο πατέρας του, δεν κρατά ούτε τα βιβλία. Τα στέλνει στην Ανδρίτσαινα, στην πατρίδα των ριζών του. Τρεις χιλιάδες πεντακόσιοι τόμοι, που σήμερα αποτελούν τον πυρήνα της Νικολοπούλειου Βιβλιοθήκης. Γιατί ήξερε πως δεν αρκεί να γράφεις. Πρέπει να δίνεις.
Πεθαίνει ξαφνικά στο Παρίσι, το 1841, από τέτανο. Μακριά από τη Σμύρνη, μακριά από την Ανδρίτσαινα. Όμως κάθε φορά που ένας νέος μπαίνει σε εκείνη τη βιβλιοθήκη, κάθε φορά που διαβάζονται τα κείμενά του ή παίζονται οι μελοποιήσεις του, είναι σαν να επέστρεψε.