Ο Έλληνας ζωγράφος που έκανε τη θάλασσα να ανασαίνει στους τοίχους. Και του έδωσαν βραβείο ένα πολεμικό καράβι για να ταξιδεύει και να ζωγραφίζει
Έβαλε τη θάλασσα στους τοίχους και την έκανε να ανασαίνει.
Δεν ζωγράφιζε θάλασσες. Ζωγράφιζε ψυχές. Καράβια δεμένα στο φως, κύματα που φουσκώνουν σαν ανάσες, ουρανούς που πέφτουν πάνω στο νερό σαν εξομολόγηση. Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης δεν έβαλε τη θάλασσα στους πίνακες του. Την άφησε να ανασαίνει μέσα τους.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, μα μεγάλωσε με τη σκέψη ότι θα γίνει λογιστής. Πήγε στην Τεργέστη για να δουλέψει στα βιβλία του γαμπρού του. Μόνο που δεν μπορούσε να κρατήσει το μολύβι χωρίς να σχεδιάσει καράβια μέσα στις στήλες με τα νούμερα. Πλοία, άγκυρες, ιστία, λιμάνια – όλα ξεπηδούσαν στα περιθώρια των λογιστικών φύλλων. Και έτσι τον ανακάλυψαν. Με έξοδα της οικογένειας, έφυγε για το Μόναχο και σπούδασε ζωγραφική δίπλα σε μετρ της εποχής.
Αυτό που άλλαξε τη ζωή του ήταν μια ναυμαχία. Το 1866, στις ακτές της Δαλματίας, ο στόλος της Αυστρίας νίκησε την Ιταλία στη Ναυμαχία της Λίσσας. Η αυτοκρατορία ήθελε έναν πίνακα για να τιμήσει τον θρίαμβο και διοργάνωσε διαγωνισμό. Ο Βολανάκης –νέος τότε, αλλά ήδη με μάτι που έπιανε τα πάντα– κέρδισε. Το έπαθλο δεν ήταν μόνο χρήματα: του έδωσαν τη δυνατότητα να ταξιδεύει για τρία χρόνια με τα πολεμικά πλοία της Αυστρίας, για να ζωγραφίζει το ναυτικό μεγαλείο.
Και αυτό έκανε. Από καράβι σε καράβι, από λιμάνι σε λιμάνι, γέμισε τον καμβά με πανιά, φλόγες, δέστρες και θαλάσσια φώτα. Ζωγράφιζε την Ιστορία, αλλά και την ατμόσφαιρα. Έναν τρόπο να βλέπεις τη θάλασσα όχι σαν υλικό – αλλά σαν ιδέα.
Όταν γύρισε στην Ελλάδα, δεν τον περίμεναν τιμές. Επέστρεψε στον Πειραιά και έζησε με τα λίγα. Συνέχισε να ζωγραφίζει ό,τι αγάπησε από παιδί: ψαρόβαρκες, λιμάνια, καΐκια που αναχωρούν τα ξημερώματα. Συνεργαζόταν με κορνιζάδες – όχι για να τους πλαισιώσουν τα έργα του, αλλά για να ζωγραφίσει πίνακες που χωρούσαν στις έτοιμες κορνίζες τους. Ήταν ταπεινός, αλλά αληθινός καλλιτέχνης. Δεν ζητούσε αναγνώριση – του αρκούσε να υπάρχει φως στο νερό.
Κι όμως, σήμερα τα έργα του πωλούνται για εκατομμύρια. Το «Λιμάνι του Βόλου τη νύχτα» έφτασε σχεδόν το ένα εκατομμύριο ευρώ. Ο «Καραϊσκάκης στο Φάληρο» άγγιξε τα δύο. Και κάθε φορά που κάποιος βλέπει την «Πυρπόληση της Τουρκικής Φρεγάτας» ή τη «Ναυμαχία της Σαλαμίνας», δεν βλέπει απλώς έναν πίνακα. Βλέπει μια πατρίδα μέσα στο κύμα. Έναν ήρωα χωρίς σπαθί, αλλά με πινέλο.