Ο φιλικός που έγινε το φόβητρο της Μονεμβασιάς και πέθανε ξεχασμένος με 150 δραχμές το μήνα
Ο Σπετσιώτης που έφτιαξε πλοίο για την Επανάσταση, πολιορκούσε τη Μονεμβασιά και έσωσε τον Τσακάλωφ, πέθανε ξεχασμένος με κρατική σύνταξη 150 δραχμών.
Ήταν Σπετσιώτης, παιδί προεστού, κι από μικρός έμπαινε στα καράβια, πρώτα του πατέρα του, μετά άλλων. Έμαθε τη θάλασσα πριν μάθει καλά την ανάγνωση. Ταξίδεψε σε Μικρά Ασία και Ιταλία, έμαθε ναυτιλία, έμαθε ναυτικό εμπόριο, κι έγινε πλοιοκτήτης. Το 1813 έφτιαξε το δικό του πλοίο, τον “Σόλωνα”, και έναν χρόνο μετά οι Οθωμανοί τον διόρισαν διοικητή των Σπετσών. Δεν είχαν ιδέα ότι μέσα του σιγόκαιγε ήδη μια σπίθα που θα τους έκανε εχθρούς του.
Δεν είναι σίγουρο ποιος τον μύησε: άλλοι λένε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, άλλοι ο Παναγιώτης Σέκερης. Σίγουρο είναι ότι ο Γεώργιος Πάνου έγινε Φιλικός και δεν σταμάτησε εκεί. Μύησε κι άλλους — προκρίτους, δασκάλους, καραβοκυραίους. Όταν το 1819 δολοφονήθηκε ο Νικόλαος Γαλάτης και ο Τσακάλωφ κινδύνευε, ήταν ο Πάνου που τον φυγάδευσε από την Ερμιόνη. Όταν ο Παπαφλέσσας πέρασε από τις Σπέτσες με φωτιά και πάθος για Επανάσταση, ήταν ο Πάνου που τον υποστήριξε δημόσια. Και όταν ήρθε η ώρα να μιλήσουν τα καράβια, ο δικός του “Σόλων” ήταν από τα πρώτα που έβαλαν πλώρη για την πολιορκία της Μονεμβασιάς.
Εκεί δεν ήταν απλώς αρχηγός της σπετσιώτικης μοίρας. Ήταν επικεφαλής όλων των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων που απέκλεισαν τη φρουριακή πόλη. Έστησε τον ναυτικό αποκλεισμό, βομβάρδισε, εφοδίασε, στήριξε. Η Μονεμβασιά έπεσε. Κι εκείνος προχώρησε προς το Ναύπλιο. Ήταν πάντα μπροστά, πάντα στην πρώτη γραμμή, πάντα με το δικό του καράβι.
Το 1823 βρέθηκε στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους ως πληρεξούσιος των Σπετσών. Το 1825 έγινε έπαρχος της Μονεμβασιάς, της πόλης που πρώτος αυτός πολιορκούσε. Το 1827 μπήκε στη ναυτική εκστρατεία του Τόμας Κόχραν κατά του αιγυπτιακού στόλου, στην Αλεξάνδρεια. Δεν τον τρόμαζε τίποτα. Ούτε οι μεγάλες θάλασσες, ούτε οι μεγάλες μάχες, ούτε οι ξένοι ναύαρχοι.
Όμως ήρθε η ειρήνη. Και μαζί της, η λήθη. Ο Γεώργιος Πάνου δεν ήταν πια αναγκαίος. Το εμπόριο τον πρόδωσε, ή ίσως τον πρόδωσε η τύχη. Έχασε μεγάλο μέρος της περιουσίας του. Κι όταν βρέθηκε χωρίς πόρους, στράφηκε στο νέο κράτος που ο ίδιος είχε βοηθήσει να γεννηθεί. Του έδωσαν 150 δραχμές τον μήνα. Έτσι ζούσε. Ένας από τους πρώτους φρουρούς της Επανάστασης, ένας ναυμάχος, έπαρχος, πληρεξούσιος. Ένας που είχε σώσει ζωές, φυγαδεύσει επαναστάτες, βυθίσει εχθρικά πλοία.
Το 1863, σε ηλικία 93 ετών, ο Πάνου πέθανε. Πριν φύγει, του έδωσαν το αργυρό παράσημο του Σωτήρος. Σαν παρηγοριά. Ένας από τους πρώτους αγωνιστές της Επανάστασης έσβησε μόνος, ήσυχα, χωρίς τιμές. Αλλά η ιστορία κρατά το όνομά του, αν όχι στους δρόμους, τουλάχιστον στη μνήμη.