Ο πιο μυστηριώδης Έλληνας συγγραφέας της γενιάς του ’30. Ποτέ κανείς δεν έμαθε τι σημαίνει το όνομά του.
Ο Μ. Καραγάτσης έγραψε μυθιστορήματα, σενάρια και ιστορικά έργα. Έζησε σαν ήρωας των βιβλίων του, και πέθανε γράφοντας τη φράση «Ας γελάσω». Το τι σημαίνει το αρχικό «Μ» στο όνομά του, δεν το αποκάλυψε ποτέ.
Το «Μ.» στο όνομά του δεν το αποκάλυψε ποτέ. Άλλοι λένε ότι σημαίνει Μιχάλης. Άλλοι ότι είναι από το ρώσικο «Μίτια», όπως τον αποκαλούσαν λόγω της αγάπης του για τον Ντοστογιέφσκι. Άλλοι υποθέτουν πως το διάλεξε για να μοιάζει με ήρωα βιβλίου. Ήταν όμως και ο ίδιος ήρωας. Γεννήθηκε στο κέντρο της Αθήνας, πέθανε γράφοντας μέχρι την τελευταία του ανάσα, και δεν έπαψε ποτέ να αναρωτιέται αν ο Έλληνας τελικά μπορεί να προσαρμοστεί.
Ο Μ. Καραγάτσης είχε μια ζωή γεμάτη μετακινήσεις, όπως και οι ήρωές του. Παιδικά χρόνια σε Τρίκαλα, Πύργο, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη. Μεγάλωσε σε οικογένεια με πατέρα πολιτικό και μητέρα ευγενικής καταγωγής. Ήταν το τελευταίο παιδί, ο μικρός της οικογένειας, και η παιδική του φαντασία στήριξε όλο το έργο του. Πήρε το ψευδώνυμό του από ένα δέντρο καραγάτσι σε αυλή εκκλησίας, όπου διάβαζε ξαπλωμένος μικρός στη Ραψάνη.
Από μικρός ήθελε να γράφει. Ξεκίνησε με ποιήματα, αλλά τα πέταξε. Άρχισε να γράφει διηγήματα και νουβέλες. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν», βασισμένο σε πραγματικό Ρώσο στρατιωτικό που βρέθηκε στη Λάρισα. Ακολούθησε η «Χίμαιρα», εμπνευσμένη από μια Γαλλίδα παντρεμένη στη Σύρο. Και ο «Γιούγκερμαν» — ένας από τους πιο ακαταμάχητους αντι-ήρωες της ελληνικής λογοτεχνίας — βασισμένος σε πραγματικό Φινλανδό αξιωματικό του τσάρου.
Όλοι οι ήρωές του ήταν ξένοι. Όλοι κατέληγαν στην Ελλάδα. Και όλοι απέτυχαν να προσαρμοστούν. Ήταν η θεματική του: η σύγκρουση του ξένου με τον ήλιο του Φοίβου. Η Ελλάδα ως γη υπερβολής, ομορφιάς και αυτοκαταστροφής. Δεν ήθελε happy end. Ήθελε σύγκρουση. Ερωτική, ταξική, υπαρξιακή.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν πολέμησε με όπλα αλλά με λέξεις. Το σπίτι του έγινε σαλόνι λογοτεχνών, εκεί συνάντησε τον Εμπειρίκο, τον Τερζάκη, τον Θεοτοκά. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, έγραψε σενάρια και σκηνοθέτησε μια από τις πρώτες ελληνικές ταινίες για την Αντίσταση. Τον έλεγαν προχειρογράφο, γιατί δεν διόρθωνε τα κείμενά του. Δεν ήθελε. Έγραφε με ένα είδος παραφοράς. Λες και του τα υπαγόρευε κάτι έξω από τον ίδιο.
Έγραψε και ιστορικά έργα. Έναν μυθιστορηματικό πρόγονο, τον κοτζάμπαση Μίχαλο Ρούση, που αλλαξοπίστησε για να σώσει τη ζωή του. Ήταν η οικογενειακή ντροπή που έκανε μυθιστόρημα. Το «Χαμένο Νησί», που μετακινείται μόνο του στον Ειρηνικό Ωκεανό, έσπασε το ρεαλιστικό του πλαίσιο. Ήταν ο Καραγάτσης στο πιο αλλόκοτο και ποιητικό του.
Το τελευταίο του έργο ήταν το «10». Ένα βιβλίο για μια πολυκατοικία στον Πειραιά. Κατέβαινε κάθε πρωί στο λιμάνι για να παρατηρεί ανθρώπους, να βλέπει κίνηση, να ακούει φωνές. Το έγραφε μέχρι τη στιγμή που πέθανε. Ξημερώματα 14ης Σεπτεμβρίου 1960, με ταχυκαρδία, με την πένα στο χέρι, η τελευταία του φράση στο χειρόγραφο ήταν:
«Ας γελάσω»
Την επομένη τον έθαψαν. Στον τάφο του, αντί επιτύμβιας στήλης, χάραξαν δικά του λόγια:
«Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
Το «Μ.» στο όνομά του δεν το εξήγησε ποτέ. Ίσως γιατί δεν ήθελε να τον εξηγήσει κανείς. Όπως οι ήρωές του, έτσι κι αυτός ήθελε να μείνει πάντα λιγάκι ξένος. Λιγάκι αλλόκοτος. Και ανεξήγητος.