Ο τραυλός που έβαλε χαλίκια στο στόμα του και έγινε η φωνή που τρόμαξε την Αθήνα
Ο Δημοσθένης δεν γεννήθηκε ρήτορας. Γεννήθηκε τραυλός. Και όμως, έγινε η φωνή που ο λαός σώπαινε για να ακούσει.
Κανείς δεν περίμενε πως από εκείνο το παιδί που κοκκίνιζε όταν μιλούσε, που τραύλιζε στις λέξεις και έμενε σιωπηλός στη γωνία της αγοράς, θα γεννιόταν η πιο θυμωμένη φωνή που γνώρισε ποτέ η Αθήνα. Ο Δημοσθένης δεν ήταν πολεμιστής. Δεν ήταν στρατηγός. Δεν ήταν γιος καλής οικογένειας. Ήταν ένα παιδί που του έκλεψαν την περιουσία του, την κληρονομιά του και την αυτοπεποίθησή του. Και όμως, έφτασε να κάνει τον ίδιο τον Φίλιππο της Μακεδονίας να τον φοβάται.
Ο πατέρας του ήταν οπλοποιός και πέθανε όταν ο μικρός Δημοσθένης ήταν επτά χρονών. Οι κηδεμόνες του άρπαξαν την περιουσία του και τον άφησαν φτωχό. Ο ίδιος δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει καθαρά. Οι συμμαθητές του τον φώναζαν “Άργα”, λόγω της τραυλότητας και της αργής ομιλίας του. Κανείς δεν πίστευε ότι θα βγάλει λόγο, πόσο μάλλον ότι θα εμπνεύσει έναν λαό. Αλλά εκείνος είχε θυμό. Και τον έκανε όρκο.
Κλείστηκε σε υπόγεια δωμάτια και άρχισε να προπονεί τη φωνή του όπως άλλοι το σώμα τους. Μιλούσε με πέτρες στο στόμα για να σταματήσει να τραυλίζει. Στεκόταν δίπλα στη θάλασσα και προσπαθούσε να μιλήσει πάνω από τον ήχο των κυμάτων. Έσκαβε με το νύχι του τη φράση μέσα του μέχρι να την προφέρει χωρίς ντροπή. Έζησε τρεις μήνες σχεδόν απομονωμένος για να φτάσει να μιλά χωρίς να χάνει το ρυθμό του. Και όταν τα κατάφερε, δεν ξανασίγησε.
Ο πρώτος του λόγος δεν ήταν καν για την πολιτική. Ήταν για να διεκδικήσει πίσω την κλεμμένη περιουσία του. Και την πήρε. Έτσι μπήκε στη δημόσια ζωή: όχι ως πολιτικός, αλλά ως κάποιος που μίλησε για τον εαυτό του τόσο καλά, που τον άκουσαν όλοι. Γρήγορα έγινε η φωνή που έλεγε αυτά που κανείς άλλος δεν τολμούσε. Κατήγγειλε στρατηγούς. Κατηγόρησε το πλήθος ότι τυφλώθηκε από τους δημαγωγούς. Και όταν ανέβηκε στη βουλή να μιλήσει για τον Φίλιππο, η φωνή του ήταν πια λεπίδα.
Στους λόγους του για τον κίνδυνο από τη Μακεδονία, δεν χάιδευε αυτιά. Φώναζε ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν πια ψυχή, ότι αγοράζουν τη σιωπή τους με λίγη διασκέδαση και στέλνουν τους συμμάχους τους στον θάνατο. Δεν φώναζε επειδή είχε δύναμη. Φώναζε επειδή δεν είχε τίποτα να χάσει. Και ο κόσμος άρχισε να σωπαίνει όταν μιλούσε.
Το παράδοξο είναι ότι ο Δημοσθένης δεν έγινε ποτέ ούτε πλούσιος ούτε άρχοντας. Έζησε όλη του τη ζωή με αυστηρότητα, με λιτή ομιλία, χωρίς χάρη, χωρίς ευγένεια. Ήταν σκληρός, με το πρόσωπο σμιλεμένο από πείσμα, και η φωνή του δεν ήταν ωραία — ήταν τίμια. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, δε ζήτησε τίποτα. Πήρε δηλητήριο και έφυγε μόνος, κυνηγημένος από τους Μακεδόνες. Αλλά τα λόγια του είχαν ήδη γραφτεί στην Ιστορία.
Ήταν ο άνθρωπος που έδειξε ότι η φωνή δεν χρειάζεται να είναι όμορφη για να είναι δυνατή. Χρειάζεται μόνο να είναι δική σου.