Ο βασιλιάς που νικήθηκε, εξορίστηκε, συγχώρεσε, επέστρεψε, και πέθανε έφιππος σαν Μακεδόνας
Έχασε τον θρόνο, πήγε εξορία στη Ρώμη, συγχώρεσε τον προδότη αδερφό του, και πέθανε σαν στρατηγός της Μακεδονίας.
Πριν γίνει βασιλιάς, ήταν παιδί. Κι όταν έγινε βασιλιάς, έγινε αμέσως στόχος. Ο Πτολεμαίος ΣΤ’ Φιλομήτωρ μεγάλωσε με τη σκιά της αναρχίας, ενός θρόνου που οι άλλοι διεκδικούσαν πριν καλά-καλά φορέσει το στέμμα. Η μητέρα του, Κλεοπάτρα Α΄, κράτησε την ισορροπία στην πιο εύθραυστη περίοδο. Όταν πέθανε, ξεκίνησε το πραγματικό μαρτύριο.
Δύο αυλικοί σκλάβοι, ο Ευλαίος και ο Λέναίος, κυβερνούσαν στο όνομά του. Εκείνοι προκάλεσαν τον Αντίοχο Δ΄ σε πόλεμο, κι εκείνος κατέλαβε το Πηλούσιο, μπήκε στη Μέμφιδα, αιχμαλώτισε τον νεαρό βασιλιά και τον έφερε μπροστά του. Ο Πτολεμαίος έμεινε βουβός. Στο μεταξύ στην Αλεξάνδρεια ξέσπασε επανάσταση. Ο λαός δεν τον ξέχασε. Ζήτησε να μοιραστεί τον θρόνο με την αδελφή του Κλεοπάτρα Β΄ και τον αδελφό του Πτολεμαίο Η΄.
Όταν η πόλη οχύρωσε τις πύλες της, και ο Αντίοχος αναγκάστηκε να φύγει, η χώρα είχε δύο βασιλιάδες – ο Φιλομήτωρ στη Μέμφιδα, ο αδελφός του στην Αλεξάνδρεια. Κανείς δεν περίμενε ότι οι τρεις θα συμβασιλεύσουν. Κι όμως, για λίγο το πέτυχαν. Ο Αντίοχος τρόμαξε τόσο πολύ που ξαναεισέβαλε στην Αίγυπτο, μα αυτή τη φορά τον σταμάτησε ένας μόνο άνδρας – ο Ρωμαίος απεσταλμένος Γάιος Πόπλιος Λαίνας, που του χάραξε κύκλο στο χώμα και του είπε: «Απάντησε πριν βγεις έξω».
Από τότε, ο Πτολεμαίος Φιλομήτωρ προσπάθησε να κυβερνήσει έναν διαιρεμένο κόσμο. Οι Ρωμαίοι του έπαιζαν παιχνίδια. Ο αδελφός του ήθελε την Κύπρο. Ο λαός τον έδιωξε από την Αλεξάνδρεια και βρέθηκε εξόριστος. Έφτασε στη Ρώμη σαν φτωχός – περπάτησε ως τη Σύγκλητο, χωρίς τιμές, για να φανεί μικρός και να συγκινήσει. Το πέτυχε.
Του έδωσαν πίσω την Αίγυπτο, την Κύπρο, και τον θρόνο. Εκείνος δεν εκδικήθηκε κανέναν. Έβγαλε αμνηστία. Έγινε ο μόνος βασιλιάς. Όταν ο αδελφός του ξαναζήτησε την Κύπρο και ήρθε με στρατό, τον νίκησε χωρίς έλεος. Αλλά δεν τον σκότωσε. Τον συγχώρεσε, του έδωσε και την κόρη του για αρραβώνα – την Κλεοπάτρα Θεά. Δεν έγινε ποτέ ο γάμος, αλλά η χειρονομία έμεινε στην ιστορία.
Η Ρώμη τον πίεζε διαρκώς, αλλά εκείνος άντεχε. Όταν εμφανίστηκε ο Βάλας, ένας διεκδικητής του συριακού θρόνου, ο Πτολεμαίος του έδωσε την κόρη του για γάμο. Όταν αποδείχθηκε ανάξιος, την πήρε πίσω και την πάντρεψε με τον Δημήτριο Β΄ – ξανά για να ισορροπήσει την Ανατολή.
Η Αντιόχεια του ζήτησε να γίνει βασιλιάς της. Εκείνος αρνήθηκε. Δεν ήθελε να φανεί αχάριστος στους Ρωμαίους. Αντ’ αυτού, ένωσε τα βασίλεια μέσω του γάμου της κόρης του. Ήταν η τελευταία του κίνηση. Ο Βάλας επέστρεψε με στρατό. Στη μάχη έπεσε από το άλογο και χτύπησε το κεφάλι του.
Πέντε μέρες μετά, πέθανε – όχι στο κρεβάτι, αλλά πάνω στον θόρυβο του πεδίου. Και λίγο πριν ξεψυχήσει, του έφεραν το κεφάλι του πρώην γαμπρού του. Το είδε και ησύχασε. Ο Πτολεμαίος Φιλομήτωρ είχε χάσει, εξοριστεί, ταπεινωθεί, και μετά συγχωρέσει, βασιλέψει ξανά, ισορρόπησε κράτη, απέφυγε αιματοχυσία, και τέλος – πέθανε καβάλα, με το σπαθί του, σαν παλιός Μακεδόνας στρατηγός. Ο μόνος από όλους τους Πτολεμαίους που τον έκλαψαν για τη ψυχή του, όχι για τον θρόνο του.