Περπατούσε στη Σμύρνη όταν είδε τη γυναίκα του και την κόρη του να πωλούνται σαν δούλες. Τις είχε χάσει πριν 7 χρόνια και τις εξαγόρασε για χίλια δολάρια
Τις είχε χάσει όταν έπεσαν τα Ψαρά. Τις βρήκε σκλάβες στη Σμύρνη. Ήταν η γυναίκα του και η κόρη του
Ήταν το 1831 όταν ο Έλληνας πρόσφυγας από τα Ψαρά, ο Κωνσταντής, βρέθηκε μόνος του στη Σμύρνη, επτά ολόκληρα χρόνια αφότου είχε χάσει τα ίχνη της γυναίκας και της κόρης του στην καταστροφή του νησιού. Από τότε δεν ήξερε αν ζούσαν ή αν είχαν παρασυρθεί στο ανελέητο ρεύμα του πολέμου. Κουβαλούσε τη σιωπή τους σαν βάρος, με μόνη του ελπίδα ένα θαύμα.
Μπήκε σε ένα χαμάμ-φυλακή γυναικών, όπου κρατούσαν αιχμάλωτες Ελληνίδες για να τις πουλήσουν σαν σκλάβες. Εκείνη τη μέρα, του είπαν, υπήρχαν δώδεκα γυναίκες προς πώληση. Όταν μπήκε, είδε μια κοπέλα δεκαέξι χρονών με δάκρυα στα μάτια και μια μεγαλύτερη γυναίκα, σιωπηλή, παγωμένη, αγκαλιά με το παιδί. Τον έπιασε ανατριχίλα. Ήταν εκείνες.
Η κόρη του δεν τον αναγνώρισε. Είχε να τον δει από παιδί. Ούτε και η γυναίκα του μίλησε, φοβούμενη να αποκαλύψει την ταυτότητά της μπροστά στους Τούρκους. Ο φίλος που ήταν μαζί του τού είπε: «Αυτές είναι». Και τότε, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, προσποιήθηκε τον Φράγκο, έβγαλε τα χαρτιά και τα λεφτά που είχε μαζέψει με κόπο, και πλήρωσε χίλια δολάρια για να τις ελευθερώσει.
Έφυγαν γρήγορα, δίχως να μιλήσουν μπροστά σε ξένους. Μόνο όταν απομακρύνθηκαν, του αποκάλυψαν ποιοι ήταν. Η μικρή τον αγκάλιασε αλλά δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν ο πατέρας της. Είχε να τον δει από τότε που ήταν νήπιο. Και η μητέρα, με τα σημάδια της δουλείας ακόμα στο πρόσωπό της, παρέμεινε αμίλητη για πολύ. Όμως ήξερε. Ήξερε ποιος ήταν. Και ήξερε πως τις είχε σώσει.