Πέταξαν τον Τούρκο στο γκρεμό και μόλις τους ρώτησαν ποιος το έκανε απάντησαν: Ούλοι εμείς εφέντη
Όταν οι Ικαριώτες δεν άντεξαν άλλο την αλαζονεία ενός Οθωμανού αγά, τον πέταξαν στον γκρεμό.
Κάποτε στην Ικαρία, την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας, ζούσε ένας αγάς που είχε ξεπεράσει κάθε όριο αλαζονείας. Δεν περπατούσε ποτέ. Αντί γι’ αυτό, απαιτούσε να τον κουβαλούν οι ντόπιοι στις πλάτες ή σε φορείο. Δεν ήταν μόνο οι ταπεινώσεις, ήταν και οι προσβολές, οι καταναγκασμοί, οι βλασφημίες, τα αβάσταχτα χαράτσια και η ωμή βία. Ώσπου κάποια μέρα, η υπομονή έσπασε.
Ήθελε να μετακινηθεί στην άλλη άκρη του νησιού. Το φορείο σηκώθηκε για ακόμα μια φορά, αλλά οι Ικαριώτες μεταφορείς είχαν άλλα σχέδια. Ήξεραν ότι το μονοπάτι περνάει από γκρεμό. Είχαν ήδη συμφωνήσει το σύνθημα: Αν ρωτούσαν αν το αρνί που τους είχε υποσχεθεί για τη μεταφορά θα ήταν “συγκούδουνο” –δηλαδή με κουδούνι– κι εκείνος έλεγε «ναι», τότε θα τον έριχναν μαζί με το φορείο. Είπε «ναι». Και τον πέταξαν.
Όταν το νέο έφτασε στις Οθωμανικές αρχές, μια μικρή στρατιωτική δύναμη αποβιβάστηκε στο νησί. Συγκέντρωσαν τους κατοίκους και απαίτησαν να μάθουν ποιος το έκανε. Η απάντηση ήρθε χωρίς φόβο και χωρίς δισταγμό: «Ούλοι εμείς, εφέντη».
Δεν έγινε σφαγή. Ο Οθωμανός αξιωματούχος έφυγε. Ίσως γιατί δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μια κοινότητα που μιλούσε με μια φωνή. Ίσως γιατί κατάλαβε ότι η εξουσία του ήταν πια μια αυταπάτη.
Από τότε η φράση «Ούλοι εμείς, εφέντη» έγινε σύμβολο της συλλογικής αξιοπρέπειας. Χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στην Ικαρία και πέρα από αυτήν, για να υπενθυμίζει πως όταν η καταπίεση αγγίξει το απροχώρητο, δεν χρειάζεται ήρωες. Χρειάζεται ενότητα.