Πέθανε στα 28, γιατί δεν πρόλαβε να ζήσει τίποτα απ’ όσα έγραψε στα ποιήματά της
Η Πολυδούρη έγραφε ποιήματα σαν να μιλούσε στον εαυτό της πριν λιποθυμήσει.
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε την Πρωταπριλιά του 1902. Κι όμως, τίποτα στη ζωή της δεν ήταν αστείο. Στα ποιήματά της δεν έπλαθε κόσμους. Κατέγραφε τη συντριβή της. Και κάθε φορά που έγραφε έναν στίχο, ήταν σαν να ράγιζε ένα κομμάτι απ’ την ψυχή της που δεν θα ξανακολλούσε ποτέ.
Ήταν κόρη ενός φιλολόγου και μιας γυναίκας με φεμινιστική ψυχή. Μεγάλωσε σε βιβλία, ταξίδεψε ανάμεσα σε σχολεία, αλλά δεν πρόλαβε ποτέ να βρει έναν τόπο να ριζώσει. Η ζωή της ήταν σαν τους στίχους της: γεμάτη μετακινήσεις, ρήγματα, προσμονή και πίκρα. Ήθελε να σπουδάσει, να γράψει, να ζήσει. Αντ’ αυτού, ερωτεύτηκε.
Ο έρωτας είχε όνομα: Κώστας Καρυωτάκης. Αλλά αυτό δεν ήταν ιστορία αγάπης. Ήταν ιστορία απουσίας. Εκείνος ήταν ήδη καταδικασμένος. Είχε σύφιλη, δεν ήθελε να τη δεσμεύσει, της το είπε. Εκείνη έμεινε. Όχι από αφέλεια. Από πίστη. Από λαχτάρα. Από ανάγκη. Και όταν την άφησε, η Μαρία δεν σταμάτησε να γράφει γι’ αυτόν ούτε για μια στιγμή.
Έγραφε όπως άλλοι ανασαίνουν. Όπως άλλοι φωνάζουν στον ύπνο τους. Όπως άλλοι προσεύχονται. Έγραφε σε ημερολόγια, σε ποιήματα, σε θρήνους. Το 1928 κυκλοφόρησε τις «Τρίλλιες που σβήνουν». Το 1929 την «Ηχώ στο Χάος». Ενδιάμεσα, κατέρρεε. Το σώμα της δεν άντεχε άλλο. Η φυματίωση την έλιωνε, όπως την είχε λιώσει και ο Καρυωτάκης, που είχε ήδη αυτοκτονήσει.
Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε στις 29 Απριλίου του 1930, σε νοσοκομείο της Αθήνας. Ήταν μόλις 28. Δεν είχε παντρευτεί, δεν είχε παιδιά, δεν είχε σταθερό σπίτι, δεν είχε καν χρήματα. Είχε μόνο τα ποιήματά της. Που σήμερα διαβάζονται από χιλιάδες ανθρώπους. Και όλοι αναρωτιούνται το ίδιο: Πώς χώραγε τόση ζωή σε μια ύπαρξη που δεν έζησε τίποτα;
Όταν διαβάζεις στίχους της σαν το «Σαν πεθάνω, θα με θάψουν σε μια θάλασσα μεγάλη», νιώθεις ότι δεν γράφτηκαν για κάποιον άλλον. Γράφτηκαν για εκείνη. Ήξερε. Προφήτευσε. Καταγράφηκε. Όχι με λογοτεχνική πρόθεση. Αλλά με έναν υπαρξιακό πόνο που δεν χρειαζόταν καν τεχνική. Έβγαινε από μέσα της ατόφιος.
Η Μαρία Πολυδούρη δεν έγραψε για να φτιάξει ποίηση. Έγραψε γιατί πονούσε. Έγραψε γιατί αγαπούσε. Και έγραψε γιατί πέθαινε. Δεν πρόλαβε να ζήσει τίποτα απ’ όσα έγραψε. Ίσως γι’ αυτό και τα έγραψε με τόση δύναμη.