Πώς η Ειρήνη Μουρτζούκου μπήκε στα σπίτια μας και μας έκανε όλους συνένοχους
Η τηλεόραση τη μετέτρεψε από ύποπτη μητέρα σε καθημερινή παρουσία στο σαλόνι μας. Και όταν αποκαλύφθηκε η φρίκη, είχαμε ήδη συνηθίσει το πρόσωπό της.
Για μήνες, το πρόσωπό της εμφανιζόταν στις οθόνες μας με κάθε πιθανό ύφος. Άλλοτε σοκαρισμένη μητέρα, άλλοτε αδικημένη γυναίκα, άλλοτε σχεδόν celebrity μιας σκοτεινής ιστορίας. Η Ειρήνη Μουρτζούκου μπήκε στα σπίτια μας όχι ως εγκληματίας, αλλά ως τηλεοπτικός χαρακτήρας. Και χωρίς να το καταλάβουμε, μας έκανε μάρτυρες – και ίσως συνένοχους – σε ένα έγκλημα που δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί.
Η καθημερινή της προβολή έγινε σχεδόν ρουτίνα. Εκπομπές με φόντο κεριά και λευκές κούνιες, παρουσιάστριες με υγρά μάτια και “ειδικοί” που μιλούσαν για την ψυχολογία της, έδιναν τη θέση τους ο ένας στον άλλον, κρατώντας την υπόθεση ζωντανή. Όμως σε αυτή τη θεατρική παράσταση δεν υπήρχε κάθαρση. Υπήρχε μόνο μια σταδιακή εξοικείωση με τη φρίκη. Και αυτή είναι η πιο ύπουλη ζημιά.
Όσο περισσότερες φορές την βλέπαμε, τόσο πιο “οικεία” μας φαινόταν. Ο εγκληματικός της ρόλος θόλωνε από τα πλάνα, τα λόγια, τα κομμένα αποσπάσματα που έφτιαχναν ένα αφήγημα με πρωταγωνίστρια την ίδια. Τα θύματα, δηλαδή τα μωρά που χάθηκαν, έμειναν εκτός κάδρου. Όσο πιο έντονα έλαμπαν τα φώτα πάνω της, τόσο περισσότερο έσβηνε η φρίκη του τι πραγματικά είχε συμβεί. Για 2 ολόκληρα χρόνια είχαν κάνει «reality» τη serial killer
Αυτός είναι ο πιο επικίνδυνος αντίκτυπος τέτοιων υποθέσεων: η σταδιακή αναισθησία. Η κοινωνία, μπροστά στον καναπέ της, καταπίνει καθημερινά τη βία μεταμφιεσμένη σε “ανθρώπινη ιστορία”. Η προβολή της Μουρτζούκου – και άλλων σαν αυτή – μετατρέπει την αγωνία για δικαιοσύνη σε ένα ψυχρό κουτσομπολιό. Αντί να θυμώνουμε, αρχίζουμε να κρίνουμε ποιος είπε τι, πώς αντέδρασε, αν έκλαψε. Η ανθρώπινη φρίκη γίνεται αντικείμενο τηλεοπτικής αισθητικής.
Όταν ήρθε η ομολογία, το σοκ ήταν διπλό. Όχι μόνο επειδή επιβεβαιώθηκε μια αποτρόπαια πράξη, αλλά επειδή καταλάβαμε πόσο εύκολα κάποιος που δολοφονεί μπορεί να γίνει οικείος. Και κάπου εκεί καταλάβαμε ότι, με την παθητική μας αποδοχή, παίξαμε κι εμείς τον ρόλο μας. Μείναμε θεατές, δεν αλλάξαμε κανάλι, δεν διαμαρτυρηθήκαμε. Σιωπήσαμε. Και η σιωπή αυτή δεν ήταν ουδέτερη — ήταν συνενοχή.
Δεν πρόκειται για μια απλή τηλεοπτική υπερβολή. Πρόκειται για μια κοινωνική διάβρωση. Όταν άνθρωποι με φρικτές πράξεις μετατρέπονται σε οικεία πρόσωπα της καθημερινότητάς μας, η κοινωνία χάνει τα όρια. Όταν το “τέρας” σου χαμογελά μέσα από την τηλεόραση, παύεις να το αναγνωρίζεις σαν τέρας. Κι όταν πια αποκαλυφθεί τι έκανε, είναι αργά — γιατί το έχεις ήδη δεχτεί στο σαλόνι σου.
Αυτό έκανε η υπόθεση Μουρτζούκου. Μας έκανε όλους να τη γνωρίσουμε, να την παρακολουθήσουμε, να τη συζητήσουμε. Μας έκανε να συνηθίσουμε το πρόσωπο, όχι την πράξη. Και κάπως έτσι, χωρίς να το θέλουμε, αφήσαμε τον εαυτό μας να γίνει ένα μικρό κομμάτι σε μια ιστορία που έπρεπε να είχε μείνει έξω από κάθε πλατό. Και ίσως γι’ αυτό το σοκ της αποκάλυψης πονάει ακόμα περισσότερο: γιατί το νιώθουμε και λίγο πάνω μας.