Πώς ήταν μια κηδεία στην Αθήνα πριν από σχεδόν διακόσια χρόνια, όπως την κατέγραψε Αμερικανός διπλωμάτης
Μια σπάνια, ωμή και συγκινητική περιγραφή κηδείας στην Αθήνα του 1835, όπως την βίωσε Αμερικανός διπλωμάτης και περιηγητής.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1830, η Αθήνα ήταν μια πόλη που μόλις άρχιζε να βρίσκει τον ρυθμό της μετά τον Αγώνα. Ανάμεσα στους ξένους που την επισκέφθηκαν εκείνα τα χρόνια ήταν και ο John Lloyd Stephens, ένας Αμερικανός διπλωμάτης, νομικός και περιηγητής, που αργότερα θα γινόταν παγκοσμίως γνωστός για τις εξερευνήσεις του στις χαμένες πόλεις των Μάγια. Εκείνη την εποχή ταξίδευε σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και την Ευρώπη, καταγράφοντας με ακρίβεια όλα όσα έβλεπε στο βιβλίο του Incidents of Travel in Greece, Turkey, Russia and Poland (1838).
Ο Stephens είχε ήδη εντυπωσιαστεί από την ελληνική ιστορία και τους ανθρώπους της νεαρής τότε πρωτεύουσας. Εκείνο το πρωινό βρισκόταν στη σκιά ενός κίονα του Ολυμπιείου, όταν είδε μια εικόνα που, όπως ομολογεί ο ίδιος, τον σημάδεψε περισσότερο από κάθε αρχαίο μνημείο που είχε αντικρίσει.
Από την πύλη του Αδριανού πλησίαζαν τέσσερις Έλληνες. Κρατούσαν από τις άκρες ενός πανιού τη σορό μιας γυναίκας, τυλιγμένη πρόχειρα. Πίσω τους περπατούσε ο σύζυγός της, ένας Άγγλος ή Αμερικανός ναυτικός που είχε εγκαταλείψει εδώ και χρόνια τη θάλασσα και είχε παντρευτεί μια Ελληνίδα. Η γυναίκα εργαζόταν πλένοντας ρούχα για ταξιδιώτες· ο ίδιος δεν είχε σχεδόν τίποτα. Η φτώχεια τους ήταν τόσο μεγάλη ώστε, όπως γράφει ο Stephens, οι αρχές είχαν αναλάβει την ταφή «χωρίς φέρετρο», όπως συνέβαινε τότε συχνά στις οικογένειες που δεν μπορούσαν να καλύψουν ούτε τα βασικά έξοδα.
Το σκαμμένο εκκλησάκι και μια ταφή που δεν έμοιαζε με καμία άλλη
Παρακινημένος από μια περίεργη εσωτερική παρόρμηση, ο Stephens σηκώθηκε και ακολούθησε την πομπή. Οι άντρες σταματούσαν κάθε τόσο για να ξεκουραστούν, αφήνοντας τη σορό στο έδαφος και συζητώντας για καθημερινά πράγματα. Η σκηνή, όπως γράφει, δεν είχε τον παραμικρό τόνο τελετουργίας· ήταν μια απλή, αναγκαστική πορεία ανθρώπων συνηθισμένων στη δυσκολία.
Η πομπή κατευθύνθηκε προς τον Ιλισσό και έπειτα σε ένα μικρό εκκλησάκι σκαμμένο στον βράχο, με πόρτα τόσο χαμηλή που όλοι έπρεπε να σκύψουν βαθιά για να μπουν. Εκεί τοποθετήθηκε η σορός μπροστά στο αυτοσχέδιο ιερό, και ο Stephens βρέθηκε για λίγα λεπτά μόνος με τη νεκρή, μια στιγμή που περιγράφει ως «απόλυτα σιωπηλή και αφόρητα ανθρώπινη».
Έξω ακούγονταν οι φτυαριές εκείνων που έσκαβαν τον τάφο. Ο σύζυγος επέστρεψε με έναν ηλικιωμένο ιερέα, που ξεκίνησε την εξόδιο ακολουθία χωρίς ψαλμωδίες ή μεγαλοπρέπεια. Ο Stephens σημειώνει πως η λειτουργία ήταν «μηχανική», όχι από αδιαφορία, αλλά από τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής, όταν ο θάνατος έβρισκε συχνά τους ανθρώπους απροετοίμαστους.
Όταν ο λάκκος ήταν έτοιμος, οι άντρες τοποθέτησαν τη σορό μέσα στο χώμα. Ο Stephens απομακρύνθηκε πρώτος, γνωρίζοντας τον ήχο του χώματος πάνω σε φέρετρο — μόνο που αυτή τη φορά δεν υπήρχε φέρετρο. Ο ήχος, όπως λέει, ήταν «γυμνός», άμεσος, δυσβάσταχτος. Και όταν ξανακοίταξε, οι άντρες είχαν ήδη αρχίσει να σκεπάζουν το σώμα γρήγορα, αποφασιστικά, σαν να έκλειναν μια αγγαρεία πριν πέσει η νύχτα.
Αργότερα την ίδια μέρα, περνώντας κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, ο Stephens συνειδητοποίησε πως η Αθήνα δεν θα του έμενε στη μνήμη μόνο για τα μάρμαρα και την ιστορία της, αλλά για αυτή τη λιτή, άδολη εικόνα μιας φτωχικής ταφής που αποτύπωνε καλύτερα από οτιδήποτε άλλο την πραγματικότητα μιας πόλης που προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της.
Στο βιβλίο του, γράφει πως ήταν «η πιο σιωπηλή και θλιβερή κηδεία που είχε δει ποτέ». Και ίσως γι’ αυτό έγινε μία από τις πιο δυνατές εικόνες που έφερε μαζί του όταν έφυγε από την Ελλάδα — μια εικόνα που μιλάει για τη ζωή, τη φτώχεια, την αντοχή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε μια Αθήνα που άλλαζε.
Διαβάστε επίσης απο τον Γρηγόρη Κεντητό :
Ο λόφος της Αθήνας με τις τρεις κακές αδελφές που έφερναν την Πανώλη, τη Χολέρα και την Ευλογιά
Η ελληνική εφημερίδα του 1887 που απευθυνόταν μόνο σε γυναίκες