Σήμερα φοβόμαστε την τεχνητή νοημοσύνη αλλά το 1831 φοβόντουσαν μια ραπτομηχανή
Το 1831, οι εργάτες στη Λυών έβαλαν φωτιά στη ραπτομηχανή. Σήμερα, εμείς φοβόμαστε το AI. Ίδιος φόβος, άλλη εποχή.
Το εργοστάσιο κάπνιζε ακόμη όταν η είδηση κυκλοφόρησε: εργάτες έβαλαν φωτιά και το κατέστρεψαν ολοσχερώς. Όχι επειδή κακοπληρώνονταν. Όχι για αργίες, υπερωρίες ή απλήρωτα μεροκάματα. Το 1831, στη Λυών της Γαλλίας, η σπίθα που άναψε τις φλόγες ήταν μία λέξη: ραπτομηχανή. Ένα μηχάνημα που έραβε με απίστευτη ταχύτητα. Και τους έκανε να νιώσουν αναλώσιμοι.
Η καινοτομία αυτή ανήκε στον Μπαρτελεμί Τιμονιέ, έναν φτωχό ράφτη που είχε μόλις εφεύρει την πρώτη λειτουργική ραπτομηχανή στον κόσμο. Είχε κάνει πατέντα, είχε βρει επενδυτές, είχε ανοίξει εργοστάσιο. Και παρήγαγε στρατιωτικές στολές για το γαλλικό κράτος με 80 μηχανές. Για πρώτη φορά στην ιστορία, ο χρόνος και η μαστοριά του ανθρώπου δεν ήταν απαραίτητα. Κι αυτό τρόμαξε. Η αριστοτεχνία, ο μόχθος, το βελονιές-βελονιές, άρχισαν να χάνουν νόημα. Οι εργάτες τον είδαν σαν απειλή. Και του έκαψαν τη ζωή.
Η επίθεση στο εργοστάσιο του Τιμονιέ ήταν μια από τις πρώτες αντιτεχνολογικές εξεγέρσεις στην Ευρώπη. Όχι ιδεολογική, αλλά ενστικτώδης. Ήταν φόβος. Φόβος απώλειας δουλειάς, αξιοπρέπειας, ταυτότητας. Η ραπτομηχανή έγινε δαίμονας. Μια εικόνα από το μέλλον που δεν ήθελαν να ζήσουν.
Ο Τιμονιέ, συντετριμμένος, δεν ξανασήκωσε κεφάλι. Πέθανε φτωχός, παραγνωρισμένος, σχεδόν εξαφανισμένος από τη γαλλική ιστορική μνήμη. Πίσω του όμως άφησε ένα μηχάνημα που σήμερα μοιάζει αθώο. Κι όμως, τότε ήταν απειλή. Όπως τώρα η τεχνητή νοημοσύνη.
Πόσοι προγραμματιστές, αρθρογράφοι, μεταφραστές, σχεδιαστές, ηθοποιοί, εικονογράφοι ή δάσκαλοι δεν νιώθουν σήμερα αυτό που ένιωσαν οι εργάτες της Λυών; Μια αόρατη μηχανή γράφει πιο γρήγορα, σχεδιάζει πιο εντυπωσιακά, διδάσκει χωρίς μισθό, μεταφράζει χωρίς λάθη. Και ξαφνικά, δεν ξέρεις αν σε χρειάζεται το σύστημα. Ή μήπως σε θεωρεί περιττό. Όπως τότε.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Όχι με τα ίδια εργαλεία, αλλά με την ίδια αγωνία. Ο θυμός, η απόρριψη, ο φόβος της αντικατάστασης. Δεν είναι μοντέρνο φαινόμενο. Είναι ανθρώπινο αντανακλαστικό. Και η τεχνολογία, κάθε φορά που εξελίσσεται, αγγίζει πρώτα αυτό που πονάει περισσότερο: την ανάγκη του ανθρώπου να νιώθει χρήσιμος.
Και σήμερα; Κανείς δεν καίει εργοστάσια. Αλλά τα σχόλια στα φόρουμ και στα social media είναι γεμάτα φόβο και καχυποψία. Το AI δεν απειλεί μόνο δουλειές, αλλά και ολόκληρους τομείς. Όπως η ραπτομηχανή απείλησε τον ράφτη, το AI απειλεί τον υπάλληλο γραφείου. Και όπως τότε, έτσι και τώρα, κανείς δεν ξέρει αν πρέπει να το δει σαν ευκαιρία ή σαν καταστροφή.
Ίσως κάποτε να κοιτάμε πίσω και να γελάμε. Ίσως κάποτε η τεχνητή νοημοσύνη να γίνει τόσο κοινή όσο μια ραπτομηχανή σε σπίτι. Ή ίσως να γίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο. Αλλά η πρώτη φωτιά δεν άναψε στα εργοστάσια. Άναψε μέσα στον άνθρωπο που αισθάνθηκε ότι κινδυνεύει να μην χρειάζεται πια.