Τι έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες όταν δεν μπορούσαν να κοιμηθούν;
Δεν είχαν υπνωτικά χάπια. Είχαν όμως ύμνους, αρωματικά λουτρά και θεότητες του ύπνου. Οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν την αϋπνία ως προειδοποίηση της ψυχής.
Όταν έπεφτε η νύχτα στην αρχαία Ελλάδα, οι ήχοι έσβηναν, οι λύχνοι χαμήλωναν και το σώμα ήξερε ότι έπρεπε να ξεκουραστεί. Αλλά δεν τα κατάφερνε πάντα. Η αϋπνία δεν είναι ανακάλυψη της σύγχρονης ζωής· βασάνιζε και τους αρχαίους. Κι εκείνοι δεν είχαν ηρεμιστικά χάπια. Είχαν όμως μια ολόκληρη φιλοσοφία για τον ύπνο, μια θρησκευτικότητα που τον αγκάλιαζε και πρακτικές που έμοιαζαν πιο κοντά στην ψυχολογία παρά στην ιατρική.
Ο Ύπνος, ο Όνειρος και ο Μορφέας δεν ήταν απλώς έννοιες ή λέξεις. Ήταν θεότητες. Ο ύπνος θεωρούνταν δώρο, σχεδόν ιερό. Αν κάποιος βασανιζόταν από αϋπνία, δεν το αντιμετώπιζε ως πρόβλημα ύλης αλλά ψυχής. Ο Ιπποκράτης γράφει ότι ο ύπνος εξαρτάται από την ισορροπία των χυμών του σώματος αλλά και από την ηρεμία του πνεύματος. Και η αϋπνία; Ήταν προειδοποίηση. Ότι κάτι πήγαινε στραβά – όχι στο στρώμα, αλλά στην ψυχή.
Για τους αρχαίους Έλληνες, η θεραπεία ξεκινούσε από μέσα. Πολλοί κοιμούνταν αφού πρώτα έλεγαν έναν ύμνο. Άλλοι κατέφευγαν σε ελαφρύ κρασί αναμεμειγμένο με βότανα, όπως μήκωνα (παπαρούνα) και αλθαία. Η μουσική ήταν κοινή πρακτική· λύρα, αυλός και ψαλμωδία μπορούσαν να συνοδέψουν την πορεία προς τη γαλήνη. Και οι πιο ευσεβείς κατευθύνονταν εκεί όπου ο ύπνος γινόταν τελετουργία: στα Ασκληπιεία.
Η εγκοίμηση, αυτή η ιερή πράξη όπου ο άρρωστος κοιμόταν μέσα στον ναό για να λάβει θεραπευτικό όνειρο από τον Ασκληπιό, ήταν ίσως η πιο βαθιά απόδειξη ότι ο ύπνος θεωρούνταν πύλη προς το Θείο. Πριν από αυτόν, υπήρχαν αυστηρές τελετουργίες: νηστεία, κάθαρση, προσευχή. Και μετά, ύπνος. Στο πάτωμα, μέσα στο άδυτο, με φίδια ιερά να κινούνται σιωπηλά δίπλα στους κοιμώμενους. Όχι απόκοσμα. Απελευθερωτικά.
Η αϋπνία δεν αντιμετωπιζόταν με πίεση. Δεν χρειαζόταν «να κοιμηθείς τώρα». Χρειαζόταν να συμφιλιωθείς. Να τα βρεις με σένα, με το σώμα σου, με τις τύψεις σου. Ο ύπνος δεν ήταν διακοπή της ζωής, αλλά απαραίτητο κομμάτι της. Δεν τον θεωρούσαν «νεκρό χρόνο». Τον έβλεπαν ως την ώρα που το σώμα μιλούσε. Και συχνά, το άκουγαν.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν μέτραγαν πρόβατα ούτε έψαχναν «ασκήσεις ύπνου». Άναβαν θυμίαμα, έκαναν λουτρό με αρωματικά, έπιναν ζεστό κρασί, προσεύχονταν, άφηναν τον χρόνο να κυλήσει και –το κυριότερο– αποδέχονταν ότι ο ύπνος δεν έρχεται με το ζόρι. Έρχεται με την ηρεμία.
Για αυτούς, η νύχτα δεν ήταν αγώνας. Ήταν λύτρωση.