Την πάντρεψαν 5 χρονών με έναν 50άρη βασιλιά. Ήθελε να γίνει μοναχή, αλλά της ξήλωσαν το ράσο με το ζόρι.
Την πάντρεψαν στα 5 της με βασιλιά 50 ετών. Ήθελε να γίνει μοναχή, αλλά της ξήλωσαν το ράσο και την γύρισαν πίσω. Η ζωή της Σιμωνίς ήταν προσευχή χωρίς φωνή.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1294. Ο πατέρας της ήταν αυτοκράτορας. Ονειρευόταν να γίνει μοναχή. Αντί γι’ αυτό, την έβαλαν νύφη με έναν άντρα πενήντα χρονών, βασιλιά της Σερβίας, που είχε ήδη τρεις γυναίκες και παιδιά μεγαλύτερά της. Η Σιμωνίς ήταν μόλις πέντε. Εκείνος λεγόταν Στέφανος Μιλούτιν. Τη νύφη τη φόρεσαν στα σοβαρά.
Ο γάμος έγινε το 1299 στη Θεσσαλονίκη, όχι επειδή αγαπήθηκαν, αλλά επειδή ο Βυζαντινός θρόνος ηττήθηκε. Ήταν όρος ειρήνης. Ο πατέρας της, Ανδρόνικος Β’, προτιμούσε να δώσει την αδελφή του. Αλλά εκείνη αρνήθηκε. Και τότε προώθησε την κόρη του. Οι παπάδες της Πόλης αντέδρασαν. Μα ήταν αργά. Την έντυσαν, την έστειλαν, και η μικρή πριγκίπισσα ταξίδεψε για ένα άγνωστο βασίλειο.
Στη Σερβία, η Σιμωνίς δεν μεγάλωσε απλώς. Μεγάλωσε με φωνές ελληνικές γύρω της. Είχε έρθει με συνοδεία, με ψάλτες, ράφτες, γραμματείς και τελετουργούς. Το παλάτι σερβοποιήθηκε βυζαντινά. Όλα άλλαξαν: τα ρούχα, οι τίτλοι, τα τελετουργικά. Ακόμα και η διοίκηση. Μα εκείνη είχε μάθει από παιδί να μένει σιωπηλή. Κοίταζε και προσευχόταν.
Μεγαλώνοντας έδειχνε ολοένα και περισσότερο ότι δεν ήθελε αυτή τη ζωή. Την τραβούσε ο Θεός, όχι το στέμμα. Στα 23 της, μετά από τον θάνατο της μητέρας της, έμεινε στην Κωνσταντινούπολη. Φόρεσε ράσο, έκοψε τα μαλλιά της και μπήκε μοναχή. Ήθελε να μείνει εκεί. Ήθελε, επιτέλους, να επιλέξει η ίδια.
Αλλά δεν της το επέτρεψαν. Ήρθαν να την πάρουν πίσω. Οι άντρες του Μιλούτιν τη βρήκαν με ράσο. Σοκαρίστηκαν. Ο ετεροθαλής αδελφός της, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, της έβγαλε με το ζόρι τα ράσα. Την έντυσε πάλι σαν βασίλισσα και την έστειλε πίσω στη Σερβία. Ο Μιλούτιν απείλησε μέχρι και πόλεμο για να την πάρει πίσω.
Στο πλευρό του βασιλιά έμεινε σιωπηλή. Και όταν αρρώστησε, εκείνη ήταν δίπλα του ως το τέλος. Ο Μιλούτιν πέθανε το 1321. Μέσα σε λίγες μέρες, εκείνη έφυγε για πάντα. Επέστρεψε στην Πόλη, μπήκε στο μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα εν Κρίσει και έγινε επιτέλους μοναχή. Τότε μόνο την άφησαν.
Η ιστορία της τυλίχθηκε στον θρύλο. Μια τοιχογραφία της στο μοναστήρι της Γκρατσάνιτσα τη δείχνει με βασιλική αριστοκρατία, αλλά χωρίς μάτια. Ένα τυχαίο φθαρμένο κομμάτι. Μια αλληγορία που κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει. Σαν να μην της επέτρεψαν ποτέ να δει τον κόσμο όπως εκείνη ήθελε.
Κάποια στιγμή πριν ή μετά το 1340 πέθανε. Ήσυχα. Όπως έζησε. Ο Μίλαν Ράκιτς έγραψε ποίηση για τα μάτια της. Ο Μιλούτιν Μπόιτς έγραψε δράμα για τη σιωπή της. Και ένας αστεροειδής πήρε το όνομά της: 1675 Simonida. Στον ουρανό. Εκεί που, επιτέλους, κανείς δεν την ανάγκασε να κάνει τίποτα.