Το μάρμαρο της Πάρου αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Σολομώντας το ζήτησε για να χτίσει τον Ναό του Θεού
Το παριανό μάρμαρο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως πολύτιμο υλικό για τον Ναό του Θεού. Μια απρόσμενη σύνδεση ανάμεσα στην Πάρο και τον Σολομώντα.
Ο Δαυίδ ήξερε πως δεν θα ήταν αυτός που θα έκτιζε τον μεγάλο Ναό. Γι’ αυτό και ετοίμασε τα πάντα για τον Σολομώντα. Χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμους λίθους, σίδηρο και ξύλο. Ανάμεσα σε όλα αυτά, αναφέρει και ένα ελληνικό υλικό: το Πάριον. Το μάρμαρο της Πάρου. Το ίδιο που έλαμπε στα αγάλματα των θεών, ζητήθηκε τώρα για τον οίκο του αληθινού Θεού του Ισραήλ.
Το σημείο υπάρχει στο βιβλίο Α΄ Παραλειπομένων, κεφ. 29, στίχος 2. Το αρχαίο εβραϊκό κείμενο μεταφράστηκε στην ελληνιστική εποχή από τους Εβδομήκοντα, και η λέξη «Πάριον» μπήκε χωρίς εξηγήσεις. Δεν χρειάζονταν. Όποιος ζούσε εκείνη την εποχή ήξερε τι θα πει λευκό, διάφανο, τέλειο μάρμαρο. Ήξερε πως έπρεπε να μπει στον Ναό του Θεού.
Δεν ήταν το μόνο σημείο. Στην ίδια περικοπή, ο Δαυίδ μιλάει για λίθους ονυχίτας, λίθους για πληρώσεις, πολύτιμους, ποικίλων χρωμάτων, και καταλήγει στο «Πάριον πολύν». Όχι λίγο. Πολύ. Η λέξη στέκει σαν σφραγίδα. Είναι η μοναδική φορά σε όλη τη Βίβλο που εμφανίζεται. Και είναι ελληνική. Από ένα νησί που οι προφήτες δεν είχαν επισκεφθεί ποτέ.
Το παριανό μάρμαρο, γνωστό ως λυχνίτης, έβγαινε μέσα από το βουνό, με στοές. Ήταν τόσο καθαρό, που έλαμπε ακόμη και στο ημίφως. Στο εσωτερικό του φαινόταν σαν να κυκλοφορεί φως. Δεν το διάλεγαν μόνο οι γλύπτες. Το διάλεγε και η πίστη. Από την Ακρόπολη μέχρι τη Σαμοθράκη, και από εκεί στις όχθες του Ιορδάνη.
Δεν γνωρίζουμε αν έφτασε τελικά στην Ιερουσαλήμ. Το πιθανότερο είναι ότι οι λέξεις περιγράφουν την ποιότητα και την επιθυμία. Το ιδανικό. Όμως το γεγονός πως ο Δαυίδ –ή οι γραφείς που μιλούσαν στο όνομά του– επέλεξαν να γράψουν «Πάριον» σημαίνει πως το μάρμαρο της Πάρου είχε ήδη ξεπεράσει την τέχνη. Είχε γίνει πρότυπο. Σύμβολο. Θεϊκή ύλη.
Στους αιώνες που ακολούθησαν, ο χριστιανικός κόσμος άρχισε να ντύνει τους ναούς του με λευκό μάρμαρο. Πολλές φορές, δεν ήξερε καν την προέλευσή του. Άλλες φορές, το ζητούσε ρητά. Το ίδιο υλικό που είχε χρησιμοποιηθεί για την Αφροδίτη της Μήλου και τη Νίκη της Σαμοθράκης, τώρα κοσμούσε αγγέλους, σταυρούς και Αγίες Τράπεζες.
Η Πάρος συνέχισε να εξάγει, αλλά ο θρύλος του παριανού μαρμάρου δεν περιορίστηκε στην καλλιτεχνία. Πέρασε στις προφητείες, στις Γραφές και στα οράματα. Όπως το φως περνάει μέσα απ’ το μάρμαρο, έτσι πέρασε και η φήμη του μέσα στους αιώνες. Χωρίς να σπάσει. Χωρίς να θρυμματιστεί.
Σήμερα, οι υπόγειες στοές είναι ακόμη εκεί. Ανοιχτές σε όσους θέλουν να ακούσουν τη σιωπή της πέτρας. Ίσως μέσα τους δεν αντηχούν πια τα χτυπήματα του σμιλιού, αλλά ίσως να ακουστεί η φωνή ενός βασιλιά που ετοίμαζε τον Ναό του Θεού και σκέφτηκε την Πάρο.
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Ε. Κ. Πολιτάκο που μας υπέδειξε αυτή τη σπουδαία βιβλική αναφορά και μας βοήθησε να ανακαλύψουμε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού μαρμάρου.