Το συγκινητικό που έγινε τα Χριστούγεννα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο
Χριστούγεννα του 1914. Μέσα στον τρόμο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι στρατιώτες κατέβασαν τα όπλα, τραγούδησαν κάλαντα και έπαιξαν ποδόσφαιρο. Μια αληθινή στιγμή ανθρωπιάς.
Η Ευρώπη το 1914 φλεγόταν. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόλις ξεκινήσει, αλλά ήδη είχε στοιχίσει εκατοντάδες χιλιάδες ζωές. Οι στρατιώτες, εγκλωβισμένοι σε χαρακώματα με λάσπη, παγωνιά και τρόμο, πολεμούσαν για αυτοκρατορίες που κατέρρεαν, για συμφέροντα που δεν καταλάβαιναν και για πατρίδες που βρίσκονταν μακριά. Και όμως, ανάμεσα σε αυτή την απελπισία, συνέβη κάτι που έμεινε στην ιστορία ως η πιο ανθρώπινη στιγμή μέσα στην πιο απάνθρωπη σύγκρουση. Ήταν Χριστούγεννα του 1914.
Η ιδέα του «λευκού Χριστουγέννου» εκείνη τη χρονιά δεν είχε να κάνει με το χιόνι. Είχε να κάνει με μια ξαφνική, αυθόρμητη, σιωπηρή εκεχειρία. Σε διάφορα σημεία του Δυτικού Μετώπου, Γερμανοί και Βρετανοί στρατιώτες αποφάσισαν να σταματήσουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο. Την παραμονή των Χριστουγέννων, οι αντίπαλες πλευρές αντάλλαξαν ευχές, γέλια και τελικά συναντήθηκαν ανάμεσα στα χαρακώματα. Έθαψαν μαζί τους νεκρούς τους, αντάλλαξαν δώρα και, σε πολλές περιπτώσεις, έπαιξαν ακόμα και ποδόσφαιρο.
Η πιο γνωστή από αυτές τις συναντήσεις έγινε κοντά στο Υπρ του Βελγίου. Οι Γερμανοί άναψαν φανάρια, στόλισαν με κλαδιά τα χαρακώματά τους και άρχισαν να τραγουδούν χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Οι Βρετανοί απάντησαν με τα δικά τους. Τελικά, ένας Γερμανός φώναξε στα αγγλικά: «Don’t shoot, we want to talk». Και πράγματι, δεν έπεσε πυροβολισμός.
Αυτή η ανεπίσημη εκεχειρία δεν ήταν απόφαση στρατηγών. Οι στρατηγοί εξοργίστηκαν όταν το έμαθαν. Ούτε το Βερολίνο ούτε το Λονδίνο ήθελαν οι στρατιώτες τους να θυμούνται πως απέναντί τους είχαν ανθρώπους και όχι απρόσωπους εχθρούς. Αλλά οι ίδιοι οι στρατιώτες, εξαντλημένοι, βρώμικοι, και τρομοκρατημένοι, είχαν ανάγκη από λίγη ανθρωπιά. Εκείνες τις μέρες αντάλλαξαν σοκολάτες, κουμπιά, σιγαρέτα, αλκοόλ και γράμματα. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο ένας στρατός βοήθησε τον άλλο να μαζέψει και να θάψει τους πεσόντες.
Μέσα σε αυτή την ιστορία κυκλοφορεί και ο θρύλος του χριστουγεννιάτικου ποδοσφαιρικού αγώνα. Παρότι δεν υπάρχουν φωτογραφίες, υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες ότι μικροί φιλικοί αγώνες όντως έγιναν σε ουδέτερο έδαφος με αυτοσχέδιες μπάλες – κάλτσες γεμισμένες με άχυρο ή σκουπίδια. Η στιγμή αυτή έγινε σύμβολο συμφιλίωσης, αλλά και απελπισίας. Ήταν μια ανάπαυλα πριν ο πόλεμος επιστρέψει, πιο σκληρός από ποτέ.
Οι περισσότερες εκεχειρίες κράτησαν μόλις μία μέρα. Μερικές λίγες, δύο ή τρεις. Υπήρξαν και σημεία όπου οι αξιωματικοί απείλησαν με εκτελέσεις όσους τολμούσαν να fraternize – να συναναστραφούν δηλαδή τον εχθρό. Ωστόσο, το γεγονός είχε ήδη γραφτεί στην ιστορία.
Η Χριστουγεννιάτικη Εκεχειρία του 1914 δεν επαναλήφθηκε ποτέ ξανά σε τέτοια έκταση. Τα επόμενα Χριστούγεννα οι στρατοί ήταν περισσότερο πειθαρχημένοι, οι απώλειες πιο βαριές και οι ελπίδες για γρήγορη λήξη του πολέμου είχαν σβήσει. Οι ηγεσίες δεν το επέτρεψαν ξανά, φοβούμενες ότι η ανθρωπιά των στρατιωτών θα γινόταν εμπόδιο για τον μηχανισμό του πολέμου.
Αλλά αυτή η σύντομη, σχεδόν θαυματουργή στιγμή παραμένει ένα από τα πιο φωτεινά επεισόδια της ανθρώπινης ιστορίας. Ίσως γιατί δείχνει ότι, ακόμα και στα πιο σκοτεινά χρόνια, ο άνθρωπος μπορεί να αντισταθεί στον παραλογισμό του πολέμου. Όχι με σφαίρες, αλλά με τραγούδια. Όχι με εντολές, αλλά με ένα βλέμμα συμπόνιας και ένα κομμάτι ψωμί.