Το τραγούδι που πόνεσε μια γενιά και δόνησε μια πατρίδα, άντρα μου πάει
Γεννημένο στη γκρίκο διάλεκτο, εκφράζει τον πόνο των γυναικών που αποχαιρετούσαν τους άντρες τους για τη σκληρή ξενιτιά.
Υπάρχουν τραγούδια που ξεχνιούνται. Υπάρχουν τραγούδια που αγαπιούνται. Και υπάρχουν τραγούδια που πονούν, που χαράσσονται στο συλλογικό ασυνείδητο ενός λαού σαν πληγή ανοιχτή, σαν δάκρυ που δεν στέγνωσε ποτέ. Ένα τέτοιο τραγούδι είναι το «Άντρα μου πάει», ένας θρήνος που δεν ανήκει σε μία μόνο πατρίδα, αλλά σε όλες τις γυναίκες που αποχαιρέτησαν τον άνθρωπό τους δίχως να ξέρουν αν θα τον ξαναδούν.
Γραμμένο στη γκρίκο διάλεκτο, το τραγούδι αυτό δεν είναι απλά ιταλικό. Είναι ελληνικό. Είναι μεσογειακό. Είναι η ίδια η φωνή της μάνας, της γυναίκας, της αδερφής που στέκεται στην πόρτα και βλέπει τη ζωή της να φεύγει με ένα τρένο, με ένα πλοίο, με έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Είναι η ιστορία των Ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας, των ανθρώπων που, αιώνες μετά την αποκοπή τους από τον ελλαδικό χώρο, κουβαλούσαν ακόμη μέσα τους τη γλώσσα, τη μουσική, τις παραδόσεις, αλλά κυρίως τον ίδιο τον πόνο της ξενιτιάς.
Η γέννηση ενός τραγουδιού γεμάτου δάκρυα
Το «Άντρα μου πάει» γεννήθηκε μέσα από την καρδιά της Κάτω Ιταλίας, από τον λαό που μιλούσε τα «γκρίκο», μια διάλεκτο ελληνικής καταγωγής που ακόμα αντηχεί στα χωριά του Σαλέντο και της Καλαβρίας. Οι στίχοι του γράφτηκαν από τον Franco Corlianò, έναν ποιητή των ελληνόφωνων της Ιταλίας, ο οποίος αποτύπωσε στον στίχο του την κραυγή των γυναικών που έβλεπαν τους άντρες τους να φεύγουν για τις “μινιέρες”, τα ορυχεία της Γερμανίας, του Βελγίου, της Ελβετίας, εκεί που περίμενε σκληρή δουλειά, αναθυμιάσεις και αβεβαιότητα.
Ήταν η εποχή της μεγάλης μετανάστευσης, όταν η Ευρώπη, ματωμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναζητούσε εργατικά χέρια για να ξαναχτίσει τον εαυτό της. Οι άντρες των φτωχών περιοχών του ιταλικού Νότου, όπως και της Ελλάδας, έφευγαν με ένα μικρό δισάκι στον ώμο, αφήνοντας πίσω γυναίκες, παιδιά, γονείς. Στα χωριά έμεναν οι γιαγιάδες και οι μητέρες, οι αδελφές και οι κόρες, να περιμένουν γράμματα, να κρατούν σπίτια όρθια, να μεγαλώνουν παιδιά που πολλές φορές δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν τους πατεράδες τους.
Το τραγούδι γράφτηκε γι’ αυτές τις γυναίκες.
Στίχοι που δεν είναι απλά λόγια. Είναι αναφιλητά. Είναι το κλάμα που δεν ακούστηκε ποτέ, είναι η σιωπή που έπεφτε βαριά σε κάθε αποχαιρετισμό.
Μια γλώσσα που αντιστέκεται στον χρόνο
Αυτό που κάνει το «Άντρα μου πάει» ακόμα πιο συγκινητικό είναι η ίδια η γλώσσα του. Η γκρίκο διάλεκτος, ένα απομεινάρι της Μεγάλης Ελλάδας, κουβαλά μέσα της αιώνες ιστορίας. Η φωνή της ακούστηκε ακόμα και κάτω από την καταπίεση του Μουσολίνι, όταν οι ελληνόφωνοι της Ιταλίας αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τη μητρική τους γλώσσα. Κι όμως, η μουσική έγινε καταφύγιο. Τα τραγούδια έγιναν η μνήμη που δεν μπορούσε να σβήσει.
Το «Άντρα μου πάει» δεν είναι απλά μια θλιβερή μελωδία. Είναι ένα κομμάτι πολιτισμού, μια απόδειξη ότι οι δεσμοί αίματος και γλώσσας δεν χάνονται, ακόμα κι όταν οι ιστορικές συνθήκες προσπαθούν να τους σβήσουν.
Από την Ιταλία στην Ελλάδα: Το τραγούδι που συγκίνησε μια ολόκληρη χώρα
Αν και γράφτηκε στην Κάτω Ιταλία, το «Άντρα μου πάει» δεν άργησε να ταξιδέψει και να βρει μια νέα πατρίδα: την Ελλάδα. Η Μαρία Φαραντούρη το ηχογράφησε το 1977, δίνοντάς του νέα πνοή, νέα ζωή. Έγινε μέρος της ελληνικής μουσικής παράδοσης, ένα άσμα που άγγιξε και τις δικές μας οικογένειες, γιατί ο πόνος της ξενιτιάς δεν ήταν ποτέ ξένος για την Ελλάδα.
Είναι το ίδιο συναίσθημα που έκρυβε η φωνή των γυναικών στην Ήπειρο, όταν αποχαιρετούσαν τους άντρες τους που έφευγαν για την Αμερική, για τη Γερμανία, για την Αυστραλία. Είναι το ίδιο μοιρολόι που ακούστηκε σε κάθε ελληνικό λιμάνι, σε κάθε σταθμό τρένου, σε κάθε πλοίο που αναχωρούσε γεμάτο ελπίδες και φόβο.
Το τραγούδι συνέχισε να ζει. Το ερμήνευσε η Χάρις Αλεξίου, η Μαρινέλλα, το έκαναν δικό τους οι Encardia, το έπαιξαν μουσικοί του δρόμου, το ψιθύρισαν γυναίκες που ακόμα περιμένουν.
Ο χρόνος προχωρά, αλλά ο πόνος της ξενιτιάς είναι πάντα εδώ. Δεν υπάρχουν πια μινιέρες, αλλά υπάρχουν εργοστάσια, υπάρχουν μακρινές χώρες, υπάρχουν άνθρωποι που φεύγουν και δεν ξαναγυρνούν. Υπάρχουν ακόμη γυναίκες που περιμένουν, άντρες που χάνουν τα σπίτια τους, οικογένειες που στέλνουν ένα φιλί μέσα από μια οθόνη και λένε «θα τα πούμε σύντομα», ενώ ξέρουν ότι το σύντομα μπορεί να κρατήσει για πάντα.
Το «Άντρα μου πάει» δεν είναι απλά ένα τραγούδι. Είναι μια πληγή ανοιχτή. Είναι ένα κομμάτι της Ιταλίας και ένα κομμάτι της Ελλάδας. Είναι το δάκρυ που δεν έχει σύνορα, η μνήμη που δεν θα χαθεί ποτέ, η φωνή που θα συνεχίσει να τραγουδάει, όσο υπάρχει έστω κι ένας άνθρωπος που ακόμα περιμένει.