Τον ερωτεύτηκε θεά ενώ έβοσκε πρόβατα. Πλήρωσε με τη ζωή ή την όρασή του γιατί μίλησε.
Ο Αγχίσης δεν ήταν ήρωας. Ήταν ένας βοσκός. Και όμως, η Αφροδίτη τον ερωτεύτηκε, τον αγκάλιασε σαν θεά, και του χάρισε τον Αινεία.
Δεν ήταν βασιλιάς, ούτε ήρωας. Ήταν ένας βοσκός στους πρόποδες του όρους Ίδη, στη σκιά των δέντρων και των αστεριών. Ο Αγχίσης, ένας θνητός από τη Δαρδανία, έβοσκε τα πρόβατά του, όταν τον πλησίασε μια άγνωστη γυναίκα. Δεν ήταν οποιαδήποτε γυναίκα. Ήταν η θεά Αφροδίτη. Ο Δίας την είχε ρίξει σε έρωτα για εκείνον, για να νιώσει η ίδια τη σύγχυση και τη ταπείνωση που προκαλούσε στους θεούς.
Η Αφροδίτη παρουσιάστηκε ως πριγκίπισσα της Φρυγίας. Του είπε ότι ο Ερμής την είχε οδηγήσει σ’ αυτόν για να τον παντρευτεί. Ο Αγχίσης, σαστισμένος από την ομορφιά της –λέγεται πως είχε τη λάμψη των αθανάτων– την πίστεψε. Και την έκανε δική του, εκεί, κάτω από τα δέντρα. Μετά την ένωση, εκείνη τον κοίμισε και όταν ξύπνησε, του αποκαλύφθηκε ως θεά.
Ο Αγχίσης τρόμαξε. Οι θεοί δεν ήταν αστείο πράγμα. Του είπε ότι δεν θα μιλήσει ποτέ. Εκείνη τον προειδοποίησε: «Θα γεννήσουμε έναν γιο, τον Αινεία. Αλλά μην πεις σε κανέναν πως είμαι η μητέρα του. Αν το μάθει ο Δίας, θα σε τυφλώσει ή θα σε σκοτώσει». Του θύμισε πως ούτε ο ίδιος ο Δίας δεν είχε γλιτώσει από τις ερωτικές παγίδες της – είχε πέσει για τον Γανυμήδη. Ούτε η Ηώς είχε αντισταθεί στον Τιθωνό.
Όμως ο Αγχίσης δεν άντεξε. Ίσως από περηφάνια. Ίσως για να τον πιστέψουν. Ίσως επειδή ένας θνητός δεν μπορεί να κρατήσει μυστικά θεών. Είπε την αλήθεια. Και η τιμωρία ήρθε. Άλλοι λένε ότι ο Δίας τον σκότωσε επιτόπου. Άλλοι ότι τον άφησε να ζήσει τυφλός. Και οι δύο εκδοχές συμφωνούν στο βασικό: πλήρωσε το τίμημα γιατί μίλησε.
Ο γιος του, ο Αινείας, μεγάλωσε με τις Νύμφες και μετά παραδόθηκε στον πατέρα του. Όταν η Τροία καταστράφηκε, ο Αινείας δεν πήρε μαζί του χρυσάφι ή τρόπαια. Πήρε στους ώμους του τον Αγχίση. Έτρεχε μέσα από τις φλόγες της κατεστραμμένης πόλης με τον γέρο πατέρα του στην πλάτη και τον μικρό του γιο στο χέρι. Ήταν η εικόνα της τιμής, της πίστης, της οικογένειας. Μια εικόνα που αιώνες μετά, έγινε σύμβολο του ρωμαϊκού κόσμου.
Ο Αγχίσης πέθανε γέρος, σε μια παραλία της Σικελίας. Άλλοι όμως λένε ότι πέθανε στην Ελλάδα – στην Αγχισία, μια λωρίδα γης ανάμεσα στη Μαντινεία και τον Ορχομενό. Άλλοι τον τοποθετούν στην Παλλήνη ή στον Αγχισό της Ηπείρου. Όπου κι αν πέθανε, ο Αινείας τον τίμησε. Πήγε ως τον Άδη για να τον δει ξανά. Και τον βρήκε στα Ηλύσια Πεδία – ανάμεσα στους δικαιωμένους.
Ο Αγχίσης ήταν ένας βοσκός. Ένας απλός άντρας που τον αγάπησε η θεά του έρωτα. Και πλήρωσε για αυτό. Η ιστορία του έγινε τραγούδι, ποίημα, πίνακας. Έγινε σύμβολο μιας εποχής που η επαφή με τους θεούς μπορούσε να είναι ευλογία και κατάρα. Και η αγάπη, όσο θνητή ή αθάνατη κι αν είναι, έχει πάντα το τίμημά της.