Τον λάτρευε η βασιλική οικογένεια, ζωγράφιζε αγγελούδια και παππούδες. Μέχρι που πέθανε η γυναίκα του.
Τον λάτρευε η βασιλική οικογένεια, έβαλε την τέχνη στα σπίτια των Ελλήνων και δίδαξε γενιές καλλιτεχνών.
Γεννημένος στα Χίδηρα της Λέσβου το 1853, ο Γεώργιος Ιακωβίδης μεγάλωσε ανάμεσα σε ξυλοδεσιές και πρακτικές οικοδομής, στα χέρια ενός αρχιτεκτονικά σκεπτόμενου θείου και ενός εμπόρου ξυλείας που πρώτος διέκρινε τη σπίθα στο βλέμμα του μικρού. Από παιδί εργαζόταν και φοιτούσε ταυτόχρονα στη Σμύρνη, σε μια πόλη γεμάτη μελωδίες, καλλιτεχνικά ερεθίσματα και κοσμοπολιτισμό. Εκεί ήταν που πρωτοείδε πώς είναι ο κόσμος όταν κοιτάζεις ψηλά.
Το 1870, μόλις 17 χρονών, φεύγει για την Αθήνα με τη στήριξη του Μιχαήλ Χατζηλουκά. Εγγράφεται στο Σχολείο των Τεχνών, διδάσκεται από τον Νικηφόρο Λύτρα και τον Λεωνίδα Δρόση, και αποφοίτησε το 1877 με άριστα. Οι πίνακές του αρχίζουν ήδη να ξεχωρίζουν, με τις παιδικές μορφές να μοιάζουν σαν να αναπνέουν, και τα γηρατειά να κουβαλούν πάνω τους ιστορίες ζωής.
Αμέσως μετά φεύγει για το Μόναχο, με κρατική υποτροφία. Σπουδάζει κοντά στους σημαντικότερους καθηγητές της εποχής: τον Gabriel von Max που ζωγράφιζε πτώματα και πειραματόζωα, τον Wilhelm von Lindenschmidt που ειδικευόταν στη μεγαλοπρέπεια του ιστορικού πίνακα, και τον Ludwig von Löfftz που δίδασκε ρεαλισμό μέσα από σιωπή. Ο Ιακωβίδης ενσωματώνει τα πάντα και τα μετατρέπει σε κάτι που δεν υπήρχε: ελληνικός ρεαλισμός με ευρωπαϊκή τελειότητα.
Μέχρι το 1898 διευθύνει δική του σχολή ζωγραφικής θηλέων στο Μόναχο, μια σπάνια επιλογή για τα δεδομένα της εποχής, αποδεικνύοντας ότι ο Ιακωβίδης δεν ήταν μόνο τεχνίτης· ήταν και κοινωνικός φορέας αλλαγής. Το ταλέντο του γίνεται γνωστό σε όλη την Ευρώπη. Τα μετάλλια, οι τιμές και οι βραβεύσεις πέφτουν βροχή: Αθήνα 1888, Παρίσι 1889, Βρέμη, Βερολίνο, Μόναχο, Τεργέστη, Βαρκελώνη, ξανά Παρίσι το 1900.
Αλλά το 1889 χάνει την Άγλα του. Τη γυναίκα της ζωής του. Από τότε, παύει να ζωγραφίζει παιδιά. Ο Ιακωβίδης, ο οποίος έκανε την ελληνική παιδική ηλικία παγκόσμια τέχνη, δεν μπορεί πια να αντέξει τη χαρά. Τα παιδιά του έγιναν βαρίδι. Οι πίνακες που κάποτε πλημμύριζαν από φως, τώρα αποσύρονται και δίνουν θέση στην αυστηρότητα των προσωπογραφιών.
Το 1900 επιστρέφει στην Ελλάδα ως θεσμική προσωπικότητα. Διορίζεται πρώτος έφορος της νεοσύστατης Εθνικής Πινακοθήκης και από το 1910 αναλαμβάνει διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών, την οποία αποχωρίζεται το 1930 ως επίτιμος. Υπήρξε και ο πρώτος ζωγράφος στην Ακαδημία Αθηνών. Ταυτόχρονα, πορτραίτα του κοσμούν τα σπίτια της βασιλικής οικογένειας. Ήταν προσωπικός φίλος του πρίγκιπα Νικολάου και καθιερώθηκε ως το καλλιτεχνικό χέρι της ελίτ.
Όμως πίσω από τα βασιλικά πορτρέτα και την αναγνώριση, υπήρχε πάντα ο Ιακωβίδης της απώλειας. Στα έργα του, οι γέροι έχουν ματιά που ξέρει, και τα παιδιά δεν είναι ποτέ αφελή. Είναι σοβαρά. Είναι ώριμα. Και σχεδόν πάντα σιωπηλά.
Η στάση του απέναντι στον γαλλικό ιμπρεσιονισμό ήταν εχθρική. Πίστευε ότι η νέα τέχνη απειλούσε την αλήθεια του αντικειμένου. Κατηγορήθηκε πως έγινε τροχοπέδη στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής τέχνης. Κι όμως, οι μαθητές του προχώρησαν. Δεν τους εμπόδισε. Τους δίδαξε πειθαρχία και μετά τους άφησε να σπάσουν το καλούπι.
Η κλασική σκηνή με τον παππού και το εγγονάκι, τα «Πρώτα Βήματα», το «Σκουλαρίκι», το «Κτένισμα της Εγγονής» — όλα μοιάζουν με θεατρικά στιγμιότυπα, όπου κάθε βλέμμα είναι ενορχηστρωμένο για να πει κάτι βαθύτερο από το προφανές. Δεν είναι ρομαντισμός. Είναι ρεαλισμός της καρδιάς. Κι αυτό, όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, ήταν το μεγαλείο του Ιακωβίδη.
Το προσωπικό του ημερολόγιο, όπου κατέγραφε σχολαστικά τα έργα του από το 1878 έως το 1919, το παρέδωσε ο γιος του, ηθοποιός Μιχάλης Ιακωβίδης, στην Πινακοθήκη. Σαν να ήθελε ο πατέρας του να κλείσει τον κύκλο με ακρίβεια. Χωρίς δράματα. Αλλά με την απόλυτη επίγνωση ότι είχε φτάσει εκεί που λίγοι έφτασαν: από το εργαστήρι της ξυλογλυπτικής στη Σμύρνη, στον καλλιτεχνικό Όλυμπο της Ευρώπης.
Πέθανε το 1932, λίγο πριν κλείσει τα 80 του. Τον Νοέμβριο του 2005, η Εθνική Πινακοθήκη του αφιέρωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση. Ήταν το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει μια χώρα που ακόμα δείχνει τα παιδιά της όπως τα φαντάστηκε εκείνος: σοβαρά, φωτεινά και σιωπηλά.