Τον πούλησαν σε σκλαβοπάζαρο, κι εκείνος απάντησε χτίζοντας το πιο σπουδαίο ίδρυμα ψυχικής υγείας στην Ελλάδα
Ο Ζώρζης Δρομοκαΐτης σώθηκε από τη σκλαβιά και αφιέρωσε όλη του τη ζωή και την περιουσία σε όσους υπέφεραν.
Το 1822, η Χίος είχε ήδη βαφτεί με αίμα. Η σφαγή από τους Οθωμανούς δεν άφησε μόνο νεκρούς, αλλά και χιλιάδες παιδιά να συρθούν δεμένα σε αλυσίδες για να πουληθούν σαν πράγματα. Ένα από αυτά τα παιδιά ήταν ο Ζώρζης Δρομοκαΐτης. Τον συνέλαβαν, τον πήγαν σε σκλαβοπάζαρο. Κι εκεί, λίγο πριν χαθεί, ήρθε η μοίρα – ή ίσως η οικογένεια – να τον σώσει. Ένας θείος του, ο Μιχαήλ Αγέλαστος, τον βρήκε και τον εξαγόρασε. Η ζωή του Δρομοκαΐτη δεν άρχισε. Ξαναρχίνησε.
Έγινε έμπορος. Όχι στην άνεση της πατρίδας του, αλλά στην ξενιτιά. Έστησε δουλειές στην Αίγυπτο, στη Συρία, κι έπειτα στη Μαδαγασκάρη – σε ένα μέρος μακρινό και εξωτικό, με τη γυναίκα του, Ταρσή Φραγκοπούλου. Εκεί άκμασε. Αλλά η ευτυχία ήταν εύθραυστη. Η Ταρσή αρρώστησε, ίσως στο σώμα, ίσως στο μυαλό. Γύρισαν στην Ελλάδα, στη Χίο. Εκεί πέθανε. Δεν έκαναν παιδιά.
Κι έτσι, αυτός ο άνθρωπος, μόνος, χωρίς απόγονο, χωρίς οικογένεια, αποφάσισε να κάνει κάτι που λίγοι θα έκαναν: να προσφέρει. Όχι για τη δόξα, αλλά για την ψυχή. Όχι για την αναγνώριση, αλλά για εκείνους που είχαν ανάγκη. Και στήριξε την Ελλάδα – σιωπηλά, μεγαλόπρεπα.
Άφησε χρήματα για σχολεία, ορφανοτροφεία, λωβοκομεία, νοσοκομεία. Όμως το πιο μεγάλο του έργο, η σφραγίδα του, είναι ένα: το Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο Ψυχικών Παθήσεων. Ένα ίδρυμα που δεν έκτισε για να φαίνεται, αλλά για να λυτρώνει. Πάνω από 500.000 φράγκα δώρισε για να στηθεί το πρώτο μεγάλο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Ελλάδας, κοντά στο Δαφνί, λίγο έξω από την Αθήνα.
Δεν είχε πια δικούς του ανθρώπους. Μα το κτίριο που άφησε, φιλοξένησε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που δεν είχαν κανέναν. Σαν να τους έλεγε: «Σας καταλαβαίνω. Ξέρω τι θα πει να πονάς μόνος.»
Ένας σκλάβος έγινε ευεργέτης. Ένα παιδί δεμένο με αλυσίδες έγινε φωνή για όσους δεν μπορούν να μιλήσουν. Ένας Έλληνας – άγνωστος στους πολλούς – σήκωσε ολόκληρη την πατρίδα λίγο ψηλότερα.