Του έδωσαν παρατσούκλι ο Ξένος, αλλά ζωγράφισε όλη τη Βενετία. Ο ξεχασμένος Έλληνας της Αναγέννησης.
Του είπαν «ο Ξένος». Ήταν όμως αυτός που ζωγράφισε τις πιο εμβληματικές αίθουσες της Βενετίας. Ο Αντώνιος Βασιλάκης, ο ξεχασμένος Έλληνας της Αναγέννησης.
Τον έλεγαν «Aliense», δηλαδή «ο Ξένος». Έτσι τον ήξεραν οι Βενετσιάνοι. Ήταν ο Αντώνιος Βασιλάκης από τη Μήλο, ένας Έλληνας που έφτασε στη Βενετία στα μέσα του 16ου αιώνα και άφησε πίσω του έργο μεγαλύτερο κι απ’ τα όριά της. Ζωγράφισε το Παλάτι των Δόγηδων, τις εκκλησίες, τις αίθουσες εξουσίας και τα πιο ιερά σημεία μιας αυτοκρατορίας που δεν ήταν δική του. Αλλά έγινε.
Η πυρκαγιά του 1577 κατέστρεψε το παλάτι, και μαζί με αυτό και τις τοιχογραφίες αιώνων. Ήταν η μεγάλη του ευκαιρία. Κανείς δεν περίμενε πως ανάμεσα στους ντόπιους θα ξεχώριζε ένας νεαρός από τις Κυκλάδες. Ο Βασιλάκης επιλέχθηκε να ζωγραφίσει τις πιο κρίσιμες αίθουσες: εκεί όπου ψήφιζαν οι ευγενείς, εκεί όπου συγκεντρωνόταν η Γερουσία, εκεί που οι Δόγηδες έπαιρναν αποφάσεις πολέμου και ειρήνης.
Έγινε δεκτός στους κύκλους των μεγαλύτερων καλλιτεχνών της εποχής, όχι μόνο γιατί ήταν ικανός, αλλά γιατί είχε δικό του ύφος. Στην τέχνη του έμπλεκε τα ελληνικά του ρίζα με το βενετσιάνικο φως. Στο χρώμα του δεν υπήρχε ξενότητα, μόνο δεξιοτεχνία. Κι όμως, το παρατσούκλι του έμεινε. Ίσως γιατί ακόμα και στους πιο φιλόξενους λαούς, η μνήμη του ξένου δεν ξεχνιέται ποτέ.
Ο Βασιλάκης ήταν μέλος της Αδελφότητας του Αγίου Νικολάου των Ελλήνων, μια ζωντανή κοινότητα της εποχής που πάλευε να κρατήσει την ταυτότητά της ζωντανή στη βενετσιάνικη καθημερινότητα. Εκεί ανήκε, αλλά ανήκε και σε κάτι μεγαλύτερο: στην Ιστορία της Αναγέννησης. Πίσω από κάθε του πίνακα, πίσω από κάθε του ανάθεση, δεν στεκόταν απλώς ένας τεχνίτης. Στεκόταν ένας Έλληνας που ήξερε ότι κουβαλάει παραπάνω βάρος από καμβά και χρώματα.
Η προσωπική του ζωή, όσο πλούσια και σύνθετη κι αν ήταν, βρήκε το απόλυτο σύμβολό της σ’ έναν πίνακα που ζωγράφισε ο ίδιος. Έδειχνε τον εαυτό του να κουβαλά στην πλάτη του τη γυναίκα του, τη νοσοκόμα της, τον θείο της και το παιδί της από προηγούμενο γάμο. Το έδειχνε στους φίλους του γελώντας πικρά και λέγοντας: «Αυτό είναι το βάρος που θα κουβαλάω μέχρι να πεθάνω».
Πέθανε το Μεγάλο Σάββατο του 1629. Το σπίτι του ήταν δίπλα στην εκκλησία San Vitale, εκεί όπου θάφτηκε και όπου μέχρι σήμερα σώζονται έργα του: η Ανάσταση και η Ανάληψη του Σωτήρος. Ήταν 73 ετών. Τα ενετικά αρχεία λένε πως αρρώστησε για 12 μέρες. Κανένα αρχείο δεν λέει πως για δεκαετίες, ολόκληρη η Βενετία πέρασε από τα χέρια του.
Σήμερα, λίγοι Έλληνες τον γνωρίζουν. Δεν υπάρχει δρόμος με τ’ όνομά του. Κανένα σχολείο δεν τον αναφέρει στα μαθήματα Τέχνης. Και όμως, ήταν ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Ύστερης Αναγέννησης. Ο μόνος που κατάφερε να ξεχωρίσει σε μια ξένη γη και να ζωγραφίσει τη δύναμή της χωρίς να ξεχάσει ποιος είναι.