Του έσφαξαν την πόλη, έφυγε στα ξένα αλλά μετά γύρισε για να γίνει ο εθνικός αρχιτέκτονας της Ελλάδας
Παιδί της προσφυγιάς το 1821, βραβευμένος στην Ευρώπη, αρχιτέκτονας της νέας Ελλάδας.
Το 1821, όταν ξέσπασε η Επανάσταση, η Θεσσαλονίκη βυθίστηκε στο αίμα. Οι Οθωμανοί, φοβούμενοι ξεσηκωμό, κατέσφαξαν τους Χριστιανούς. Μέσα στον τρόμο, μια μητέρα Γαλλίδα, η Φανή Ταβερνιέ, το έσκασε με τα τρία παιδιά της. Ο πατέρας είχε ήδη πεθάνει. Ο μικρός Λύσανδρος ήταν μόλις δέκα χρονών. Ξεριζωμένος, προσφυγόπουλο στην Ευρώπη, δεν είχε ιδέα ότι κάποτε θα γυρίσει πίσω και θα ξαναχτίσει την πατρίδα του από την αρχή.
Έφτασαν στη Μασσαλία. Εκεί έμαθε γράμματα. Αργότερα έφυγε για τη Ρώμη. Ήταν άριστος. Στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ιταλίας απέσπασε χρυσό μετάλλιο. Τον χειροκρότησαν στη Μπολόνια, στη Βενετία, στη Μαδρίτη, στη Φιλαδέλφεια. Στα 22 του, το 1833, έλαβε βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό της Ακαδημίας του Μιλάνου για την πρότασή του να χτιστεί ένα πανεπιστήμιο.
Ήταν ήδη φτασμένος στο εξωτερικό όταν το ελληνικό κράτος τού ζήτησε να γυρίσει. Το 1844 δέχτηκε. Ανέλαβε τη διεύθυνση του Σχολείου των Τεχνών, του πρώτου πυρήνα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Δεν δίδασκε απλώς. Ήταν αρχιτέκτονας, πρύτανης, διοικητής και μάστορας. Εκείνος σχεδίασε το ίδιο το Πολυτεχνείο. Εκείνος σήκωσε τα σχέδια και τις πέτρες του.
Από τα χέρια του βγήκαν τα πιο εμβληματικά κτίρια της πρωτεύουσας. Το Οφθαλμιατρείο, το Αρσάκειο, η Αγία Ειρήνη στην Αιόλου, ο ναός του Αγίου Διονυσίου, ο Άγιος Κωνσταντίνος στην Ομόνοια. Στην Πάτρα του ανέθεσαν τον Άγιο Ανδρέα. Δεν ήταν μόνο αρχιτέκτονας. Ήταν ο άνθρωπος που μετέφραζε σε πέτρα το όραμα ενός νέου ελληνικού κράτους.
Πέθανε το 1885 στην Αθήνα. Όμως δεν τελείωσε εκεί. Ο γιος του, Λυσίμαχος, έγινε διπλωμάτης. Με τη διαθήκη του πλήρωσε το Καυτανζόγλειο Στάδιο. Στα εγκαίνια του σταδίου, δεκαετίες μετά, ο εγγονός του —επίσης Λύσανδρος— εκφώνησε τον λόγο. Η πόλη από την οποία είχε φύγει μέσα στη φωτιά, είχε τώρα στάδιο με το όνομά του.
Ο Λύσανδρος Καυτανζόγλου δεν ήταν μόνο αρχιτέκτονας. Ήταν το παιδί που του πήραν τον τόπο κι εκείνος γύρισε για να τον χτίσει καλύτερο. Δεν έκτισε παλάτια. Έκτισε το κράτος.