Τους έβγαλαν τα παπούτσια, έπλυναν τα πόδια τους και τους σερβίραν ομελέτα. Στην Πύλο
Δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε οροφή, ούτε ποτήρια. Μόνο ένα αυγό, λίγο κρασί και μία τεράστια ομελέτα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, δύο Αμερικανοί ταξιδιώτες, εξαντλημένοι από το κρύο, τη λάσπη και τις κατολισθήσεις του Μοριά, φτάνουν σε ένα μικρό σπίτι κοντά στην Πύλο, την ώρα που το φως έσβηνε και οι λαμπάδες του Πάσχα δεν είχαν ακόμη ανάψει. Δεν υπήρχε χάνι, ξενοδοχείο ή κατάλυμα. Μόνο ένα σπίτι χωρίς οροφή, με το πάτωμα λασπωμένο και τις μέλισσες να τριγυρνούν σε πέτρινες κυψέλες μέσα στην κουζίνα. Ήταν Μεγάλο Σάββατο.
Οι οικοδεσπότες, χωρίς να πουν λέξη, τους έπλυναν τα πόδια, τους έβγαλαν τα παπούτσια και τους έβαλαν να φάνε σε ένα τραπέζι από μουσκεμένο ξύλο. Δεν υπήρχαν ποτήρια, ούτε σκεύη, μόνο κρασί σε πήλινο αμφορέα, ένα αυγό για κάθε ταξιδιώτη και μία ομελέτα. Μία τεράστια, τελετουργική, γιορτινή ομελέτα. Οι δύο άντρες έφαγαν σιωπηλοί, χωρίς να πουν κουβέντα, βυθισμένοι σε μια σκηνή που δεν είχε καμία σχέση με όσα γνώριζαν για τη λέξη «φιλοξενία».
Η Πύλος δεν ήταν τότε τουριστικός προορισμός. Ήταν τόπος θρύλων και λαβυρίνθων, όπου ο στρατός του Ιμπραήμ είχε αφήσει στάχτες και κρατήρες. Οι κάτοικοι είχαν μάθει να προσφέρουν χωρίς να περιμένουν τίποτα. Ο επισκέπτης δεν ήταν φιλοξενούμενος. Ήταν μάρτυρας μιας καθημερινής τελετής.
Το βράδυ, οι δύο ξένοι κοιμήθηκαν σε ένα δωμάτιο χωρίς σκεπή, παρέα με τα σκυλιά του ιδιοκτήτη. Το πρωί, δεν ήθελαν να φύγουν. Είχαν καταλάβει πως στην Πύλο της εποχής εκείνης, δεν έτρωγες απλώς για να χορτάσεις. Έτρωγες για να ξεχάσεις ότι υπήρξες ξένος.