Τους πήραν από τα σπίτια τους με τη βία. Τους έβαλαν σε βαγόνια ζώων. 12.000 Έλληνες δεν γύρισαν ποτέ.
Τους πήραν νύχτα. Τους έστειλαν σε βαγόνια για ζώα. Δούλεψαν, πέθαναν και δεν γύρισαν ποτέ. Ήταν Έλληνες της Μακεδονίας. Και η Ιστορία τους ξέχασε.
Ήταν νύχτα. Οι πρώτες διαταγές ακούστηκαν στη Δράμα και στην Καβάλα. Οι άνδρες έπρεπε να παρουσιαστούν αμέσως. Ο βουλγαρικός στρατός, σύμμαχος τότε των Γερμανών, είχε καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία. Και ξεκινούσε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει: μαζικός εκτοπισμός πληθυσμού εν καιρώ πολέμου.
Δεν ήταν αιχμάλωτοι. Ήταν πολίτες. Τους φόρτωσαν σε ανοιχτά βαγόνια. Πολλούς τους έβαλαν να περπατούν με τις ώρες. Άλλοι στοιβάχτηκαν σαν ζώα και μεταφέρθηκαν σε άγνωστα μέρη. Κίτσεβο. Γκόστιβαρ. Κουμάνοβο. Πολλοί δεν ήξεραν καν πού βρίσκονται. Το μόνο που ήξεραν είναι πως δεν θα ξαναδούν τα σπίτια τους.
Οι μετακινήσεις κράτησαν μήνες. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες. Δεν υπήρχε φαγητό. Δεν υπήρχε γιατρός. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα. Οι άντρες χρησιμοποιήθηκαν σαν εργάτες σε λατομεία, σιδηρόδρομους, χωράφια. Όποιος λιποθυμούσε, θεωρούνταν άχρηστος. Πολλοί πέθαναν από εξάντληση ή αρρώστιες. Οι πιο πολλοί, χωρίς ούτε έναν σταυρό.
Σύμφωνα με επίσημες μαρτυρίες, οι εκτοπισμένοι έφτασαν τις 42.000 ψυχές. Από αυτούς, 12.000 δεν γύρισαν ποτέ. Ούτε τα κόκαλά τους. Ήταν η πιο βίαιη πράξη κατά των Ελλήνων σε ολόκληρο τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και όμως, σχεδόν κανείς δεν τη θυμάται.
Οι λίγοι που γύρισαν, γύρισαν σκελετωμένοι. Τα παιδιά τους δεν τους γνώρισαν. Οι γυναίκες τους είχαν ντυθεί στα μαύρα. Και το κράτος, μετά από λίγο, το ξέχασε. Όπως ξέχασε και τον λόγο που έγινε. Γιατί δεν ήταν εκτοπισμός. Ήταν εκδίκηση.
Σήμερα, στις περιοχές εκείνες δεν υπάρχει μνήμη. Υπάρχουν μόνο παλιά ελληνικά ονόματα στα αρχεία και φωτογραφίες με άδεια βλέμματα. Και στις πόλεις της Μακεδονίας, υπάρχουν οικογένειες που ακόμα λένε ιστορίες για “τον παππού που έφυγε με το τρένο και δεν ξαναφάνηκε ποτέ”.