Ζωγράφισε τους τοίχους του σπιτιού του σαν να ήταν ναός, και το σπίτι πουλήθηκε για ένα σακί αλεύρι
Ζωγράφισε τους τοίχους του σαν να ήταν εκκλησία, με Προφήτες και Αγίους. Μετά πούλησε το σπίτι για λίγο αλεύρι και οι νέοι ιδιοκτήτες κάλυψαν τα πάντα με λαδομπογιά.
Ήταν ο άνθρωπος που έδωσε νέα ζωή στη βυζαντινή ζωγραφική και επηρέασε βαθιά όχι μόνο τη θρησκευτική τέχνη, αλλά και τη λογοτεχνία και τη σκέψη του 20ού αιώνα. Ο Φώτης Κόντογλου δεν έζησε ποτέ σαν αστός καλλιτέχνης. Ζούσε μέσα στην τέχνη του, ακόμα κι όταν δεν υπήρχε χρήμα ούτε για το ψωμί. Το σπίτι του στην Αθήνα, εκεί στη Γαλάτσιου και Δαμάστας, δεν ήταν απλώς κατοικία. Ήταν ένας προσωπικός ναός, στολισμένος από άκρη σε άκρη με μορφές Αγίων, Προφητών και Μαρτύρων, δομημένες σε αυστηρές θεολογικές ζώνες, όπως στις εκκλησίες.
Το σαλόνι του δεν είχε καναπέδες. Είχε αγιογραφημένα ταβάνια. Ο τοίχος του δεν είχε πίνακες, αλλά τοιχογραφίες. Δεν είχε πια τη δύναμη να διαχωρίσει το ιερό από το καθημερινό. Για τον Κόντογλου, όλα ήταν ιερά. Και γι’ αυτό, ακόμα κι όταν δεν είχε φαγητό να φάει, συνέχιζε να αγιογραφεί τους τοίχους του σπιτιού του. Όχι για να πουληθούν. Όχι για να γίνουν έκθεση. Αλλά γιατί αυτός ήταν ο τρόπος του να ζει.
Ήταν Κατοχή. Ο κόσμος πέθαινε από την πείνα. Το μαγαζί στη γωνία δεν είχε τίποτα πια να πουλήσει. Κι ο Κόντογλου, με την οικογένειά του, δεν είχε αλεύρι. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη. Αλλά ήταν αναγκαία. Πούλησε το σπίτι. Όχι σε κάποιον συλλέκτη, ούτε σε κάποιον που θα το σεβόταν. Αλλά σε έναν άνθρωπο που ήθελε απλώς ένα καταφύγιο για την πείνα. Η τιμή: ένα σακί αλεύρι.
Το πιο τραγικό δεν ήταν η πώληση. Ήταν η συνέχειά της. Ο νέος ιδιοκτήτης, μην μπορώντας να αντέξει το βλέμμα των αγίων, ή ίσως απλώς αδιάφορος για την αξία τους, άρχισε να περνά τους τοίχους με λαδομπογιά. Σαν να σκότωνε έναν έναν τους ζωγραφισμένους ανθρώπους που είχε αναστήσει ο Κόντογλου με το χέρι του. Η πράξη αυτή δεν ήταν απλώς ασέβεια. Ήταν πολιτιστική καταστροφή.
Για χρόνια δεν μίλησε κανείς γι’ αυτό. Ούτε ο ίδιος ο Κόντογλου. Σαν να ήξερε ότι η αγιοσύνη δεν έχει ανάγκη τη φήμη. Όμως η ιστορία έμεινε. Και κάθε φορά που ανακαλύπτεται ένας παλιός τοίχος με σημάδια από την τέχνη του, είναι σαν να επιστρέφει για λίγο το φως μέσα απ’ το σκοτάδι της λησμονιάς.